Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ (Γ)


Γ΄. π. Δημητρίου Μπόκου
Προτυπώσεις
Τὰ τρο­πά­ρια τῆς ἑ­ορ­τῆς συν­δέ­ουν ἄ­με­σα τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση μὲ κά­ποι­α πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Αὐ­τὸ εἶ­ναι γε­νι­κὸς κα­νό­νας στὴν Ἱ­ε­ρὰ Ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­σα δη­λα­δὴ συμ­βαί­νουν κα­τὰ τὴν πρὸ Χρι­στοῦ ἐ­πο­χή, εἶ­ναι σύμ­βο­λα, εἰ­κό­νες καὶ προ­τυ­πώ­σεις γιὰ ὅ­σα θὰ λά­βουν χώ­ρα κα­τὰ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ πνευματικὴ προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας γιὰ νὰ κατανοήσει καὶ νὰ δεχθεῖ τὴν Καινὴ Διαθήκη.  
Τὸ φῶς, ἡ δό­ξα καὶ ἡ λαμ­πρό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ ἄ­στρα­ψαν στὸ Θα­βώρ, προ­τυ­πώ­θη­καν μὲ ἀρ­κε­τὰ γε­γο­νό­τα, κυ­ρί­ως ἀπ’ τὴ ζω­ὴ τῶν προ­φη­τῶν Μω­υ­σῆ καὶ Ἠ­λί­α. Οἱ δύο προφῆτες παρίστανται τώρα στὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τοῦ Θαβώρ, διότι εἶναι αὐτοὶ ποὺ καὶ παλαιὰ εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ φτάσουν σὲ θεοπτία. Ὁ μὲν Μωυσῆς στὴ φλεγομένη βάτο καὶ στὸ Σινᾶ, «ψηλαφωμένῳ ὄρει καὶ κεκαυμένῳ πυρί, καὶ γνόφῳ καὶ σκότῳ καὶ θυέλλῃ καὶ σάλπιγγος ἤχῳ καὶ φωνῇ ρημάτων». Ἦταν τόσο φοβερὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ ὁ Μωυσῆς ἀναφώνησε, «ἔκφοβός ειμι καὶ ἔντρομος» (Ἑβρ. 12, 18-22· Ἐξ. κεφ. 19).
Καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας εἶχε ἀντίστοιχη ἐμπειρία τῆς θείας παρουσίας στὸ ὄρος Χωρήβ. «Καὶ ἰδοὺ πνεῦμα μέγα κραταιὸν διαλῦον ὄρη καὶ συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος· καὶ μετὰ τὸν συσσεισμὸν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄ Βασ. 19, 11-12).
Οἱ θεοπτίες βέβαια ἐκεῖνες δὲν εἶχαν τὴν αἴγλη τῆς Μεταμορφώσεως. Τότε ἔβλεπαν ἐνέργεια μόνο τοῦ Θεοῦ, τώρα ἐνσαρκωμένο τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
 Ἀπὸ τὶς προ­ει­κο­νί­σεις τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θὰ δοῦμε μία μόνο, τὸν στύ­λο τοῦ πυ­ρὸς καὶ τῆς νε­φέ­λης. Τί ἦ­ταν ὁ στύ­λος αὐ­τός;
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς
Με­τὰ τὶς δέ­κα πλη­γὲς τῆς Αἰ­γύ­πτου ὁ Μω­υ­σῆς πῆ­ρε ἀ­π’ τὸν φα­ρα­ὼ τὴν ἄ­δεια νὰ φύ­γουν καὶ ὁ­δή­γη­σε τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες, δυ­ὸ πε­ρί­που ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ψυ­χές, στὴν Ἐ­ρυ­θρὰ θά­λασ­σα. «Ὁ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης δεῖξαι αὐτοῖς τῆν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός» (Ἐξ. 13, 21). Προ­πο­ρευ­ό­ταν τὴν ἡ­μέ­ρα σὰν στή­λη νε­φέ­λης, ποὺ τοὺς ἔ­ρι­χνε σκιὰ καὶ τοὺς ἔ­δει­χνε τὸν δρό­μο. Τὴ νύ­χτα γι­νό­ταν στύ­λος πυ­ρὸς φωτεινὸς γιὰ νὰ τοὺς φέγ­γει. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­σαν νὰ ὁ­δοι­πο­ροῦν, ἂν ἦ­ταν ἀ­νάγκη, καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Σα­ράν­τα ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ποὺ οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἦ­ταν στὴν ἔ­ρη­μο, ἡ νε­φέ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ ὁ πύ­ρι­νος στύ­λος τὴ νύ­χτα δὲν ἔ­φυ­γαν πο­τὲ ἀ­πὸ κον­τά τους.
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς συγκαταλέγεται στὰ πιὸ ἀπίστευτα συμβάντα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ στύλος τῆς νεφέλης καὶ τοῦ πυρὸς ἔπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Με­τα­νοι­ω­μέ­νοι οἱ Αἰ­γύ­πτιοι κα­τα­δί­ω­ξαν τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ τοὺς ἔ­φτα­σαν μπρο­στὰ στὴ θά­λασ­σα. Ὁ προπορευόμενος στύ­λος τῆς νε­φέ­λης ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ μπρο­στὰ καὶ πῆ­ρε θέ­ση πί­σω ἀ­π’ τοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Μπῆ­κε ἀ­νά­με­σα στὰ δυ­ὸ στρα­τό­πε­δα. Πρὸς τοὺς Αἰ­γυ­πτί­ους δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκο­τά­δι, ἐ­νῶ φώ­τι­ζε τὴν πλευ­ρὰ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Δὲν ἐπέτρεψε νὰ πλησιάσουν μεταξύ τους τὰ δυὸ ἀντίπαλα μέρη. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ πέ­ρα­σε τὴ θά­λασ­σα ποὺ χω­ρί­στη­κε στὰ δύ­ο μὲ θαῦ­μα, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς τὴ χτύ­πη­σε σταυ­ρο­ει­δῶς μὲ τὸ ρα­βδί του, ἐ­νῶ οἱ Αἰ­γύ­πτιοι πνί­γη­καν, κα­θὼς ξα­να­ε­νώ­θη­καν τὰ νε­ρὰ (Ἐξ. κεφ. 14).
Ἡ δόξα τῆς Σκηνῆς
Ἀρ­γό­τε­ρα στὸ ὄ­ρος Σι­νᾶ ὁ Θε­ὸς ἔ­δω­σε τὶς δέ­κα ἐν­το­λές. Τό­τε ἔ­δω­σε καὶ ἐν­το­λὴ γιὰ τὴν κα­τα­σκευ­ὴ τῆς Σκη­νῆς τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου, ποὺ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­νας λυ­ό­με­νος να­ός. Ὁ Μω­υ­σῆς τὴν ἔ­στη­σε μπρο­στά, ἔ­ξω καὶ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸ στρα­τό­πε­δο τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ὅ­ταν στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Σκη­νῆς το­πο­θε­τή­θη­κε ἡ Κι­βω­τὸς τῆς Δι­α­θή­κης μὲ τὶς θε­ό­γρα­φες πλά­κες τοῦ νό­μου, ἡ φω­τει­νὴ νε­φέ­λη κα­τέ­βη­κε στὴ Σκη­νὴ καὶ τὴ σκέ­πα­σε καὶ ἡ δό­ξα Κυ­ρί­ου τὴ γέ­μι­σε. Ὁ Μω­υ­σῆς δὲν μποροῦ­σε νὰ εἰ­σέλ­θει στὴ Σκη­νὴ γιὰ ὅση ὥρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νη καὶ γε­μά­τη ἀ­πὸ τὴ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ὁ Μω­υ­σῆς ἔμ­παι­νε στὴ Σκη­νὴ κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἤ­θε­λε γιὰ κά­τι νὰ ρω­τή­σει τὸν Θε­ό. Τό­τε ὅ­λος ὁ λα­ὸς ση­κω­νό­ταν καὶ στε­κό­ταν ὁ κα­θέ­νας μπρο­στὰ στὴ σκη­νή του, κοι­τά­ζον­τας τὸν Μω­υ­σῆ ὥ­σπου νὰ μπεῖ στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Με­τὰ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ Μω­υ­σῆ κα­τέ­βαι­νε ὁ στύ­λος τῆς νε­φέ­λης καὶ στε­κό­ταν στὶς θύ­ρες τῆς Σκη­νῆς. Βλέ­πον­τάς το αὐ­τὸ ὁ λα­ὸς ὅ­λος προ­σκυ­νοῦ­σε, κα­θέ­νας ἀ­π’ τὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του.
Ὁ Κύ­ριος ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μέ­σα σὲ νεφέλη στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, ἀνάμεσα στὰ δύο χρυσά ὁμοιώματα τῶν Χερουβίμ, ποὺ ἅπλωναν τὶς φτεροῦγες τους πάνω ἀπὸ τὸ ἱ­λα­στή­ριο, τὸ χρυ­σὸ σκέ­πα­σμα τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης. Ἀ­πὸ ’­κεῖ ὁ Θεὸς μι­λοῦ­σε στὸν Μω­υ­σῆ «πρόσω­πον πρὸς πρό­σω­πον», ὅ­πως μι­λά­ει ὁ κα­θέ­νας μὲ τὸν φί­λο του. Ἡ νε­φέ­λη σκέ­πα­ζε ἐ­πί­σης τὴ Σκη­νὴ καὶ ὅ­σες φο­ρὲς κα­τέ­φευ­γε ἐ­κεῖ ὁ Μω­υ­σῆς, γιὰ νὰ γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἀ­πει­λη­τι­κὲς δι­α­θέ­σεις τῶν Ἑ­βραί­ων.
Ὅ­ταν ἡ νε­φέ­λη ὑψω­νό­ταν ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ση­κωνόντουσαν καὶ προ­χω­ροῦ­σαν. Ἂν ὅ­μως δὲν ση­κω­νό­ταν ἡ νεφέλη, πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι στρα­το­πε­δευ­μέ­νοι μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐκείνη θὰ ὑψωνόταν. Στὸν τό­πο ποὺ στα­μα­τοῦ­σε ἡ νε­φέ­λη, στρα­το­πέ­δευ­ε ξα­νὰ ὁ λα­ός. Πα­ρέ­με­ναν στὸ στρα­τό­πε­δο ἀ­κό­μα καὶ πολ­λὲς μέ­ρες, βδο­μά­δες ἢ μῆ­νες. Ἂν δὲν ἔ­δι­νε τὸ σύν­θη­μα ὁ Θε­ὸς διὰ μέ­σου τῆς νε­φέ­λης, δὲν ξε­κι­νοῦ­σαν. Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­νέ­βαι­νε ἡ νε­φέ­λη ἀ­πὸ τὴ Σκη­νή, ἀκόμα καὶ νύχτα νὰ ἦταν, ση­κω­νό­ταν ὅ­λος ὁ λα­ὸς καὶ προ­χω­ροῦ­σε μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νη πάντα τά­ξη καὶ σει­ρά, κα­τὰ φυ­λές. Αὐ­τὰ εἶ­χαν ὁ­ρι­σθεῖ μὲ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ (Ἐξ. κεφ. 19-40).
Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ
Τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν, οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἔ­γι­ναν με­γά­λο ἔ­θνος μὲ τὸν βα­σι­λιά τους Δαυ­ΐδ. Μό­νο ὅ­μως ὁ Σο­λο­μών, ὁ γιός του καὶ δι­ά­δο­χος, ἔ­λα­βε τὴν ἄ­δεια ἀ­π’ τὸν Θε­ὸ νὰ χτί­σει να­ό. Ἔ­γι­νε τό­τε ὁ πε­ρί­φη­μος να­ὸς τοῦ Σο­λο­μών­τα.
Στὰ ἐγ­καί­νιά του ἔ­γι­νε ἡ ἐ­πί­ση­μη με­τα­φο­ρὰ τῆς Κι­βω­τοῦ τῆς Δι­α­θή­κης ἀ­πὸ τὸν λό­φο τῆς Σι­ών, τε­λευ­ταῖ­ο τό­πο ὅ­που εἶ­χε στή­σει τὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου ὁ Δαυ­ΐδ. Ὁ Σολομὼν προσκάλεσε ὅλους τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν μεγάλων οἰκογενειῶν (πατριῶν) τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Συγκεντρώθηκε ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, «πᾶς Ἰσραὴλ μετ’ αὐτοῦ, ἐκκλησία μεγάλη σφόδρα». Τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ καὶ ἡ μεταφορὰ τῆς Κιβωτοῦ ἔγιναν τὸν ἕβδομο ἑβραϊκὸ μήνα, κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας.
Μὲ μιὰ με­γα­λό­πρε­πη πομ­πὴ ὁ Σο­λο­μών, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, ὁ λα­ὸς ὁ­λό­κλη­ρος, προ­σφέ­ρον­τας ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες στὸν Θε­ό, με­τέ­φε­ραν τὴν Κι­βω­τὸ στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων τοῦ να­οῦ. Τὴν Κιβωτὸ κρατοῦσαν οἱ ἱερεῖς καὶ τὰ λοιπὰ ἱερὰ σκεύη τῆς Σκηνῆς οἱ Λευΐτες, κατὰ τὴν τάξη ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Κανένας ἄλλος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἀκουμπήσει τὴν Κιβωτὸ τῆς Διαθήκης (πρβλ. Β΄ Βασ. κεφ. 6· Α΄ Παρ. κεφ. 15).
Ἦ­ταν μιὰ λαμ­πρὴ τε­λε­τή. Οἱ λευ­ΐ­τες καὶ οἱ ψάλ­τες μὲ τὶς οἰ­κο­γέ­νει­ές τους, ντυ­μέ­νοι μὲ λε­πτὰ λι­νὰ ἐν­δύ­μα­τα, στέ­κον­ταν πρὸς ἀ­να­το­λὰς τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου μὲ κύμ­βα­λα, ἅρ­πες καὶ κι­θά­ρες, δί­πλα σὲ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι ἱ­ε­ρεῖς ποὺ σάλ­πι­ζαν μὲ τὶς ἱερὲς σάλ­πιγ­γες. Σὰν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ψάλ­τες καὶ σαλ­πιγ­κτές, «ἐν τυμ­πά­νῳ καὶ χο­ρῷ, ἐν χορ­δαῖς καὶ ὀρ­γά­νῳ, ἐν ψαλ­τη­ρί­ῳ καὶ κι­θά­ρᾳ, ἐν κυμ­βά­λοις εὐ­ή­χοις, ἐν κυμ­βά­λοις ἀ­λα­λαγμοῦ», ὑ­μνοῦ­σαν μὲ μιὰ φω­νὴ τὸν Κύ­ριο: «Ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ­σθε τῷ Κυ­ρί­ῳ ὅ­τι ἀ­γα­θός, ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ».
Καὶ πά­λι τό­τε ἡ νε­φέ­λη, μὲ τὸ ποὺ οἱ ἱ­ε­ρεῖς βγῆ­καν ἀ­π’ τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, κα­τέ­βη­κε καὶ γέ­μι­σε τὸν να­ὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ στα­θοῦν καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν τὴ λα­τρεί­α. Ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­χε κα­τα­κλύ­σει τὸν να­ό. Ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­τέ­βη­κε φω­τιὰ κι ἔ­κα­ψε τὰ ὁ­λο­καυ­τώ­μα­τα καὶ τὶς θυ­σί­ες. Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες βλέ­πον­τας νὰ κατεβαίνει τὸ πῦρ καὶ τὴ φωτεινὴ νεφέλη νὰ πλημμυρίζει τὸν ναό, ἔ­σκυ­ψαν τὰ πρό­σω­πά τους μέχρι τὴ γῆ, προ­σκύ­νη­σαν τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ὕ­μνη­σαν, ψάλ­λον­τας ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­γα­θός, «ὅ­τι εἰς τὸν αἰ­ῶ­να τὸ ἔ­λε­ος αὐ­τοῦ».
Ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν ἐγ­και­νί­ων τοῦ να­οῦ γι­ορ­τά­στη­κε ἐ­πὶ ἑ­πτὰ ἡ­μέ­ρες μὲ ἄ­κρα με­γα­λο­πρέ­πεια. Ὁ  Σο­λο­μὼν θυ­σί­α­σε εἴ­κο­σι δύ­ο χι­λιά­δες μο­σχά­ρια καὶ ἑ­κα­τὸν εἴ­κο­σι χι­λιά­δες πρό­βα­τα, γιὰ νὰ τρῶνε καὶ νὰ χαίρονται ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες οἱ ἄνθρωποι, για­τὶ ἡ συ­νά­θροι­ση τοῦ λα­οῦ ἀ­πὸ τὴ μιὰ ὣς τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἦ­ταν πρω­το­φα­νής.
Τὴν ὄγδοη μέρα ὁ Σολομών ἔκαμε ἐπίσημη λήξη τῆς ἑορτῆς τῶν ἐγκαινίων καὶ ἄφησε τὸν κόσμο νὰ φύγει. Ὅλοι ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους γεμάτοι χαρὰ γιὰ τὶς ευεργεσίες τοῦ Θεοῦ (Γ΄ Βασ. κεφ. Β΄ Πα­ρ. κεφ. 5-7). (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

0 σχόλια:

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΛΥΧΝΟΣ TV-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ

ΛΥΧΝΟΣ TV-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ 2024-2025

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ 2024-2025
ΕΛΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ...

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΦΙΛΩΠΤΩΧΟ ΤΑΜΕΙΟ

Blog Archive

Από το Blogger.

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ
Δώσε ζωή...

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Translate