Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ π. Δημητρίου Μπόκου

Ἡ ἄ­γρια βο­ὴ τῆς μά­χης δὲν ἔ­φτα­νε στὰ αὐ­τιὰ τῆς γυ­ναί­κας. Με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση, μιᾶς μέ­ρας δρό­μος χώ­ρι­ζε τὶς δύ­ο πό­λεις, τὴ Ση­λὼ ἀ­π’ τὴν Ἀ­φέκ. Μὰ αὐ­τὸ δὲν ἐμ­πό­δι­ζε τὴν καρ­διά της νὰ φτε­ρου­γί­ζει τρελ­ά.

Ὁ μι­κρός της Ἀ­χι­τὼβ στρι­φο­γύ­ρι­ζε ὁ­λη­με­ρὶς μὲ τὰ συ­νο­μή­λι­κά του. Σέρ­νον­τας μὲ δυ­σκο­λί­α τὰ πό­δια της ποὺ ὅ­λο καὶ βά­ραι­ναν ἀ­π’ τὴν ἑ­πτά­μη­νη ἐγ­κυ­μο­σύ­νη της, πά­σχι­ζε ν’ ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴ λά­τρα της. Μὰ ὅ­λα μά­ται­α. Τὸ μυα­λό της σή­με­ρα πε­τοῦ­σε μα­κριά.

Ὁ λα­ός της, ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ, δο­κι­μα­ζό­ταν σκλη­ρά. Ἀ­πὸ ἀλ­λό­φυ­λους ποὺ συ­να­θροί­στη­καν γιὰ τὸν ἀ­φα­νι­σμό του. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη τους κι­ό­λας σύγ­κρου­ση τὰ πράγ­μα­τα πῆ­γαν στρα­βά. Τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες νε­κροὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες της σκέ­πα­σαν τὸ πε­δί­ο τῆς μά­χης. Για­τί ὁ Θε­ὸς τοὺς πα­ρέ­δω­σε στὰ χέ­ρια τῶν ἐ­χθρῶν τους; Πῶς ἄ­φη­σε νὰ γί­νει τέ­τοι­α συμ­φο­ρά;

- Νὰ στεί­λου­με ἀν­θρώ­πους στὴ Ση­λώ, ἀ­πο­φά­σι­σαν σὲ πο­λε­μι­κὸ συμ­βού­λιο οἱ ἀρ­χη­γοὶ τῶν δώ­δε­κα φυ­λῶν. Νὰ φέ­ρουν ἐ­δῶ τὴν Κι­βω­τὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Ποι­ὸς θὰ μπο­ρέ­σει τό­τε νὰ μᾶς ἀν­τι­στα­θεῖ;

Σὰν ἔ­φτα­σαν στὴ Ση­λὼ τὰ μαν­τά­τα, ἡ γυ­ναί­κα τα­ρά­χτη­κε κι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πό­λη μα­ζί της. Δι­α­κό­σια χρό­νια σχε­δὸν ἡ Κι­βω­τὸς δὲν εἶ­χε με­τα­κι­νη­θεῖ ἀ­π’ τὸ ἱ­ε­ρό τους κέν­τρο στὴ Ση­λώ, ὅ­που τὴν ἐγ­κα­τέ­στη­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ναυ­ῆ. Ὁ ἄ­ξιος δι­ά­δο­χος τοῦ Μω­υ­σῆ ποὺ τοὺς ἔ­φε­ρε στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας.

Μὰ ὁ Φι­νε­ὲς ὁ ἄν­τρας της καὶ ὁ Ὀφ­νί, οἱ γιοὶ τοῦ Ἠ­λί, τοῦ γη­ραι­οῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ κρι­τῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἐν­θου­σι­ά­στη­καν μὲ τὴν ἰ­δέ­α. Τὰ φί­δια ἔ­ζω­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴ γυ­ναί­κα. Ὁ ἄν­τρας της κι ὁ ἀ­δελ­φός του ἦ­ταν πε­ρι­βό­η­τοι γιὰ τὴν ἀ­σέ­βειά τους. Ὁ Ἠ­λὶ δὲν εἶ­χε πιὰ καμ­μιὰ ἐ­πιρ­ρο­ὴ ἐ­πά­νω τους. Καὶ μιὰ πρό­σφα­τη προ­φη­τεί­α μι­λοῦ­σε γιὰ ἐπικείμενο χα­μὸ καὶ τῶν δυό τους σὲ μιὰ καὶ μό­νη ἡ­μέ­ρα.

Ἡ πό­λη συ­νά­χτη­κε μπρο­στὰ στὴ Σκη­νὴ τοῦ Μαρ­τυ­ρί­ου. Στά­θη­καν ὅ­λοι εὐ­λα­βι­κὰ σὲ κά­ποι­α ἀ­πό­στα­ση. Μό­νο ἡ φυ­λὴ τοῦ Λευ­ΐ, οἱ ἱ­ε­ρεῖς, μπο­ροῦ­σαν νὰ μποῦν. Ὁ ἄν­τρας της μὲ τὸν Ὀφ­νὶ καὶ ἄλ­λους ἱ­ε­ρεῖς ἔ­πλυ­ναν χέ­ρια καὶ πό­δια στὸν χάλ­κι­νο λου­τή­ρα καὶ πρό­σφε­ραν θυ­σί­α. Ἀ­νέ­βα­σαν τὸ σφαγ­μέ­νο ζῶ­ο στὴ φω­τιὰ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου τῶν ὁ­λο­καυ­τω­μά­των στὴ μέ­ση τῆς πε­ρι­φραγ­μέ­νης αὐ­λῆς. Μπῆ­καν στὰ Ἅ­για, ὅ­που ἔ­και­γε ἡ ἑ­πτά­φω­τη χρυ­σὴ λυ­χνί­α. Ἔ­κα­ψαν θυ­μί­α­μα στὸ χρυ­σὸ θυ­σι­α­στή­ριο τοῦ θυ­μι­ά­μα­τος καί, προ­σπερ­νών­τας τὴν τρά­πε­ζα μὲ τοὺς ἄρ­τους τῆς Πρό­θε­σης, σή­κω­σαν τὸ βα­ρύ­τι­μο πα­ρα­πέ­τα­σμα ποὺ χώ­ρι­ζε στὰ δύ­ο τὴ Σκη­νή.

Ὅ­λων τὰ βλέμ­μα­τα χα­μή­λω­σαν μὲ δέ­ος, κα­θὼς ἀν­τί­κρυ­ζαν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων μὲ τὴν Κι­βω­τὸ τῆς Δι­α­θή­κης. Τὴ σκέ­πα­ζε τὸ ἱ­λα­στή­ριο, χρυ­σὸ σκέ­πα­σμα μὲ δύ­ο χρυ­σὰ Χε­ρου­βὶμ ποὺ ἁ­πλῶ­ναν τὰ φτε­ρά τους ἐ­πά­νω του. Τὰ ἱ­ε­ρά τους «μαρ­τύ­ρια», ση­μά­δια τῆς θε­ϊ­κῆς πα­ρου­σί­ας, φυ­λά­γον­ταν ἐ­δῶ: Οἱ πλά­κες τῆς Δι­α­θή­κης, ἡ στά­μνα τοῦ μάν­να, ἡ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρὼν ἡ βλα­στή­σα­σα. «Ἅ­παξ τοῦ ἐ­νια­υτοῦ μό­νος ὁ ἀρ­χι­ε­ρεὺς» ἔμ­παι­νε ἐ­δῶ γιὰ τὴ θυ­σί­α τοῦ ἐ­ξι­λα­σμοῦ. Ἤ­ξε­ραν ὅ­λοι πὼς ὄ­χι μό­νο τὸ ἄγ­γιγ­μα τῆς Κι­βω­τοῦ, μὰ καὶ τὸ κοί­ταγ­μά της ἀ­πρό­σε­κτα, χω­ρὶς εὐ­λά­βεια, μπο­ροῦ­σε νὰ ὁ­δη­γή­σει αὐ­το­στιγ­μεὶ στὸν θά­να­το.

Σκη­νὴ καὶ Κι­βω­τὸς ἦ­ταν χῶ­ροι ἱ­ε­ρώ­τα­τοι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λα ἔ­γι­ναν μὲ ὑ­πό­δει­ξη τοῦ Θε­οῦ. Τὰ σχέ­δια, οἱ δι­α­στά­σεις, τὰ ὑ­λι­κά. Ἀ­κό­μα κι ὁ ἀρ­χι­τε­χνί­της, ὁ πε­ρί­φη­μος Βε­σε­λε­ήλ, ὑποδείχτη­κε ἀ­πὸ Αὐ­τόν. Καὶ φτι­ά­χτη­καν ὅ­λα ἀ­πὸ ἄ­ση­πτο ξύ­λο ἀ­κα­κί­ας, ντυ­μέ­νο ἀ­πὸ παν­τοῦ μὲ χρυ­σά­φι κα­θα­ρό. Ἀ­πὸ λε­πτὸ πο­λύ­τι­μο λι­νὸ σὲ τρί­α χρώ­μα­τα, βα­θὺ γα­λά­ζιο, πορ­φυ­ρὸ καὶ κόκ­κι­νο ἀ­νοι­χτό, ἔ­γι­νε καὶ τὸ κά­λυμ­μα τῆς Σκη­νῆς. Καὶ τρί­α ἀ­κό­μα κα­λύμ­μα­τα δερ­μά­τι­να καὶ τρί­χι­να σκέ­πα­ζαν ἀ­πὸ πά­νω τὸ λι­νὸ γιὰ προ­στα­σί­α.

Ἀ­νά­με­σα στὰ δυὸ χρυ­σὰ Χε­ρου­βὶμ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὁ Θε­ός. Ἐ­κεῖ ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σε ἡ δό­ξα του. Αὐ­τὰ ἦ­ταν ὁ θρό­νος του. Ἐ­δῶ ἔμ­παι­νε μό­νο ὁ Μω­υ­σῆς καὶ τοῦ μι­λοῦ­σε «ἐ­νώ­πιος ἐ­νω­πί­ῳ». Κι ἔ­παιρ­νε τό­ση λάμ­ψη καὶ τὸ δι­κό του πρό­σω­πο, ποὺ τὸ σκέ­πα­ζε με­τὰ μὲ κά­λυμ­μα γιὰ νὰ μι­λή­σει στὸν λα­ό. Σὰν νε­φέ­λη φω­τει­νὴ κα­τέ­βαι­νε ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καὶ σκί­α­ζε τὴ Σκη­νή. Καὶ μό­νο ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν ἡ νε­φέ­λη, ξε­κι­νοῦ­σε τὴν πο­ρεί­α του ὁ λα­ός. Ὅ­ταν κα­θό­ταν πά­λι ἡ νε­φέ­λη στὴ Σκη­νή, στρα­το­πέ­δευ­ε καὶ ὁ λα­ός.

Πα­ρὰ τὴν τό­ση ὅ­μως δό­ξα, ὅ­λα αὐ­τὰ ἦ­ταν μό­νο σκιὰ καὶ προ­τύ­πω­ση γιὰ μελ­λον­τι­κά, ἀ­συγ­κρί­τως λαμ­πρό­τε­ρα, πράγ­μα­τα.

Οἱ ἱ­ε­ρεῖς ἔπια­σαν τὶς δύ­ο δο­κούς, στε­ρε­ω­μέ­νες μό­νι­μα μὲ χρυ­σοὺς κρί­κους στὶς τέσ­σε­ρις γω­νι­ὲς τῆς Κι­βω­τοῦ καὶ ξε­κί­νη­σαν. Ἔ­σκυ­ψαν ὅ­λοι καὶ προ­σκύ­νη­σαν. Κα­θὼς ἡ Κι­βω­τός, ἡ δό­ξα καὶ τὸ καύ­χη­μα τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ἔ­φευ­γε ἀ­πὸ τὴ Ση­λώ, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Φι­νε­ὲς ἔ­νι­ω­σε τὴν καρ­διά της νὰ ἀ­δειά­ζει. Ἤ­ξε­ρε πὼς καμ­μιὰ «κι­βω­τὸς» δὲν θὰ τοὺς ἔ­σω­ζε μα­γι­κά, μιὰ καὶ ὁ λα­ὸς εἶ­χε μα­κρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὸν νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Δὲν ἴ­σχυ­ε πιὰ ἡ ὑ­πό­σχε­σή του πὼς Αὐ­τὸς θὰ πο­λε­μοῦ­σε γι’ αὐ­τούς, καὶ πὼς ἀ­πὸ ἑ­φτὰ δρό­μους θά ’­φευ­γαν κυ­νη­γη­μέ­νοι καὶ νι­κη­μέ­νοι οἱ ἐ­χθροί τους.

Ὁ στρα­τὸς ὅ­μως ὑ­πο­δέ­χτη­κε μὲ ἀ­λα­λαγ­μὸ χα­ρᾶς τὴν Κι­βω­τό. Οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι στὴν Ἀ­φὲκ τά ’­χα­σαν ἀ­κού­γον­τάς τους.

- Τί νά ’­ναι αὐ­τό; ἀ­να­ρω­τή­θη­καν.

Τρό­μος τοὺς κυ­ρί­ευ­σε, σὰν ἔ­μα­θαν τί συμ­βαί­νει. Εἶ­χαν ἀ­κού­σει πό­σα θαυ­μα­στὰ εἶ­χε κά­μει στὸν λα­ὸ του ὁ Θε­ὸς στὴν Αἴ­γυ­πτο, στὴν ἔ­ρη­μο, στὴ Χα­να­άν.

- Χα­θή­κα­με! φώ­να­ξαν. Δὲν ἔ­χου­με καμ­μιὰ ἐλ­πί­δα. Φα­νεῖ­τε ἀν­δρεῖ­οι λοι­πόν, μὴ νι­κη­θοῦ­με καὶ γί­νου­με δοῦ­λοι τῶν Ἑ­βραί­ων. Πο­λε­μεῖ­στε γε­ρά. Δὲν μᾶς μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο.

Ἡ σύγ­κρου­ση τῶν δύ­ο στρα­τῶν ὑ­πῆρ­ξε τρο­με­ρή. Οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι πο­λέ­μη­σαν πραγμα­τι­κὰ ἀ­πελ­πι­σμέ­να. Στὸ πεῖ­σμα τους λύ­γι­σε ὁ Ἰσ­ρα­ήλ. Ἔ­στρε­ψε τὰ νῶ­τα σὲ φυ­γή. Ὁ ὄ­λε­θρος τὸν ἀ­κο­λού­θη­σε στοι­βά­ζον­τας στὸ κα­τό­πι του τριά­ντα χι­λιά­δες νε­κρούς.

Ἡ βο­ὴ τῆς μά­χης δὲν ἔ­φτα­νε στὴ Ση­λώ. Μὰ ἡ καρ­διὰ τῆς γυ­ναί­κας δι­αι­σθα­νό­ταν τὸν ἀ­φα­νι­σμό. Δὲν τὴ χω­ροῦ­σε ὁ τό­πος. Ἔ­συ­ρε τὰ βή­μα­τά της βα­ριὰ καὶ βγῆ­κε στὸν δρό­μο. Ἀ­πὸ τὴν πό­λη ἔ­φτα­σε μιὰ δυ­να­τὴ ὀ­χλο­βο­ή.

- Τί θό­ρυ­βος ἦ­ταν αὐ­τός; ρώ­τη­σε μὲ ἀ­γω­νί­α ὁ πε­θε­ρός της.

Τυ­φλὸς ἀ­πὸ τὰ γη­ρα­τειά, κα­θό­τα­νε κον­τὰ στὴν πύ­λη, τρέ­μον­τας γιὰ τὴν Κι­βω­τὸ καὶ πε­ρι­μέ­νον­τας τὰ νέ­α τοῦ πο­λέ­μου. Ἔ­φτα­σε τρέ­χον­τας μπρο­στά του ἕ­νας ὁ­πλί­της ἀ­π’ τὴ φυ­λὴ Βε­νια­μίν. Εἶ­χε σκορ­πί­σει χῶ­μα στὰ μαλ­λιά του καὶ εἶ­χε σχί­σει τὰ ροῦ­χα του. Ση­μά­δια πέν­θους με­γά­λου.

- Ἔρ­χο­μαι ἀ­πὸ τὴ μά­χη! φώ­να­ξε μ’ ἀγ­κο­μα­χη­τό. Κα­τά­φε­ρα νὰ ξε­φύ­γω κι ἔ­τρε­ξα ὣς ἐ­δῶ!

- Τί ἔ­γι­νε, παι­δί μου, πές μου! ξέ­σπα­σε ἀ­νυ­πό­μο­να ὁ Ἠ­λί.

- Οἱ Ἰσ­ρα­η­λί­τες νι­κή­θη­καν! Τρά­πη­καν σὲ φυ­γή. Ἔ­γι­νε με­γά­λη σφα­γή. Τὰ δυό σου παι­διὰ σκο­τώ­θη­καν.

- Ἡ Κι­βω­τός; Τί ἀ­πέ­γι­νε;

- Χά­θη­κε! Πά­ει! Τὴν πῆ­ραν οἱ ἀλ­λό­φυ­λοι!

Στὸ ἄ­κου­σμα αὐ­τὸ ὁ ἐ­νε­νην­τά­χρο­νος Ἠ­λὶ ἔ­γει­ρε, ἔ­πε­σε ἀ­π’ τὸ κά­θι­σμά του πρὸς τὰ πί­σω, σω­ρι­ά­στη­κε στὸ χῶ­μα, ἔ­σπα­σε τὸν τρά­χη­λό του καὶ πέ­θα­νε.

Ἀ­σά­λευ­τη, στὸ δρό­μο κα­τα­με­σίς, ἄ­κου­σε τὰ νέ­α ἡ νύ­φη του. Ἡ κραυ­γή της ἀν­τή­χη­σε ξαφ­νι­κὰ σπα­ρα­χτι­κὴ στὸν ἀ­έ­ρα. Τὰ πό­δια της λύ­γι­σαν καὶ ἡ γυ­ναί­κα γο­νά­τι­σε. Τὰ σπλά­χνα της ἀ­να­τα­ρά­χτη­καν βί­αι­α ἀ­πὸ τὰ νέ­α τῆς μά­χης. Ἀ­νε­λέ­η­τες ὠ­δί­νες πρό­ω­ρου το­κε­τοῦ ξέ­σχι­σαν τὰ σω­θι­κά της. Οἱ γυ­ναῖ­κες ἔ­τρε­ξαν νὰ τῆς πα­ρα­στα­θοῦν…

- Θάρ­ρος! τῆς φώ­να­ξαν, καθὼς τὴν ἔβλεπαν νὰ σβήνει. Γέν­νη­σες γιό! Μὴ φο­βᾶ­σαι!

Μὰ ἐ­κεί­νη δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Οὔ­τε ποὺ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Πέ­θαι­νε. Καὶ τί πα­ρά­ξε­νο! Στὸ ψυ­χο­μα­χη­τό της ἀ­πά­νω χά­θη­καν ἀ­π’ τὸ μυα­λό της οἱ ἄλ­λες συμ­φο­ρές. Ὁ θά­να­τος τοῦ ἄν­τρα της, τοῦ πε­θε­ροῦ της. Ἕ­να μο­νά­χα πράγ­μα καρ­φώ­θη­κε στὴ σκέ­ψη της ποὺ ἔ­σβη­νε: Ἡ Κι­βω­τὸς ποὺ εἶ­χε χα­θεῖ. Ὀ­νό­μα­σε τὸν γιό της Βαρ­χα­βώθ, ποὺ σή­μαι­νε: «ἀ­δο­ξί­α» καὶ φώ­να­ξε πρὶν ξε­ψυ­χή­σει:

- Ἡ δό­ξα ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸν Ἰσ­ρα­ήλ! Χά­θη­κε ἡ Κι­βω­τὸς τοῦ Θε­οῦ!

Καὶ πέ­θα­νε!…

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­π’ τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη: Α΄ Βα­σι­λει­ῶν, κεφ. 4ο).

Αἰ­ῶ­νες κύ­λη­σαν. Ἡ Κι­βω­τὸς τοῦ Θε­οῦ ἄλ­λα­ξε χέ­ρια πολ­λὲς φο­ρές. Τὴν τί­μη­σαν οἱ ἔν­δο­ξοι βα­σι­λιά­δες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ Δαυῒδ καὶ Σο­λο­μών, μὰ καὶ πά­λι χά­θη­κε γιὰ τὸν λα­ό, κα­θὼς ξε­στρά­τι­ζε συ­χνὰ-πυ­κνὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ. Χί­λια καὶ βά­λε χρό­νια πέ­ρα­σαν καὶ ἡ ψυ­χὴ τῆς γυ­ναί­κας πο­νοῦ­σε ἀ­κό­μα γιὰ τὴ χα­μέ­νη δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ λα­οῦ της. Ἀ­νά­παυ­ση δὲν εὕ­ρι­σκε…

Ὥ­σπου ἔ­φτα­σε κά­πο­τε τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου.

Μιὰ νύχτα, κά­τι ἁ­πα­λὸ τὴν ἄγ­γι­ξε, τὴν ἔ­κα­με ν’ ἀ­να­σκιρ­τή­σει. Ἄγ­γε­λος φω­τει­νὸς σὰν ἀ­στρα­πὴ εἶχε κα­τέ­βει ἀ­π’ τὰ οὐ­ρά­νια στὰ ὑ­πο­χθό­νια καὶ στεκόταν δί­πλα της.

- Σή­κω, γυ­ναί­κα! τῆς εἶ­πε. Ἐ­πει­δὴ ἀ­γά­πη­σες καὶ θρή­νη­σες πο­λὺ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, σὲ ἀ­ξί­ω­σε ὁ Θε­ὸς νὰ δεῖς.

Καὶ τὴν ἀ­νέ­βα­σε ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα τῆς σκιᾶς καὶ τοῦ θα­νά­του. Τὴν ἔ­φε­ρε στὸ ἄ­νοιγ­μα μιᾶς σπη­λιᾶς. Στὴ φάτ­νη τῶν ζώ­ων βό­δι καὶ ὄ­νος, ζῶ­α ποὺ ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν τὸν Κύ­ριό τους κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος, πα­ρά­στε­καν ἕ­να νι­ο­γέν­νη­το βρέ­φος, ποὺ μό­λις εἶχε ἀ­πο­θέ­σει στὸ πα­χνί τους ἡ νε­α­ρή του μη­τέ­ρα.

Ἡ γυ­ναί­κα κοί­τα­ζε ἀ­πο­ρη­μέ­νη. Τί σή­μαι­ναν ὅ­λ’ αὐ­τά;

- Ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια σου! εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος.

Καὶ τό­τε… ἄνοιξαν τὰ μάτια της. Εἶδε ὅσα τῆς κρύβονταν καὶ κατἀλαβε. Ὅ­λα τῆς φά­νη­καν ἀλ­λι­ώ­τι­κα.

Ἦ­ταν μιὰ νύ­χτα σκο­τει­νή, μὰ ξάφ­νου ἔ­λαμ­ψε ὑ­πέρ­λαμ­προ φῶς στὸν οὐ­ρα­νό. Ἀ­κτι­νο­βό­λη­σε ἡ γῆ. Καὶ «πλῆ­θος στρα­τιᾶς οὐ­ρα­νί­ου», ἀ­στρα­πό­μορ­φοι ἄγ­γε­λοι πλημ­μύ­ρι­σαν τὸν αἰ­θέ­ρα, γε­μί­ζον­τάς τον μὲ τὴν ὑ­περ­κό­σμια με­λω­δί­α: «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰ­ρή­νη, ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α».

Τὸ σπή­λαι­ο ἔ­γι­νε οὐ­ρα­νός. Θρό­νος χε­ρου­βι­κὸς ἡ ἀγ­κα­λιὰ τῆς μη­τρο­πάρ­θε­νης κό­ρης. Ἠ φάτ­νη χῶ­ρος ὅ­που πλά­γι­α­ζε ὁ Ἀ­χώ­ρη­τος. Ὅ­λα ἔ­λαμ­παν σὰν πα­λά­τια βα­σι­λι­κά.

- Ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου γύ­ρι­σε, τῆς εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος. Ἀ­νέ­τει­λε πά­νω στὴ Σιών. Ἦρ­θε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς με­γά­λης χα­ρᾶς γιὰ τὸν λα­ό σου καὶ τὸν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. «Ἐ­τέ­χθη ὑμῖν σή­με­ρον Σω­τήρ, Χρι­στὸς Κύ­ριος, ἐν πό­λει Δαυ­ΐδ».

Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε τώ­ρα κα­θα­ρὰ τὸ «ξέ­νον καὶ πα­ρά­δο­ξον μυ­στή­ριον». Ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε «ἡ πρώ­τη Σκη­νὴ» βρί­σκον­ταν μπρο­στά της ξα­νά, ἐν­σαρ­κω­μέ­να μυστηριωδῶς στὸ πρό­σω­πο τῆς πά­να­γνης μη­τέ­ρας τοῦ Θε­οῦ: Ἡ Κι­βω­τός, ὁ θρό­νος τῶν Χε­ρου­βίμ, τὸ θυ­σι­α­στή­ριο, ἡ λυ­χνί­α, ἡ στά­μνα τοῦ μάν­να, ἡ ρά­βδος τοῦ Ἀ­α­ρών, ἡ τρά­πε­ζα μὲ τοὺς ἄρ­τους τῆς Πρό­θε­σης. Ἡ σκιὰ εἶ­χε πα­ρέλ­θει. Ἡ χάρη ἔλαμπε.

Ἡ κό­ρη τῆς Να­ζα­ρὲτ ἦ­ταν τώρα πλέον ἡ νέ­α «ἐ­που­ρά­νιος Σκη­νὴ τοῦ Θε­οῦ, τὸ εὐ­ρύ­χω­ρον σκή­νω­μα τοῦ Λό­γου, ναὸς καὶ πύλη, πα­λά­τιον καὶ θρόνος τοῦ Βα­σι­λέ­ως».

Ἡ τα­πει­νὴ Πα­να­γί­α εἶ­χε γί­νει ἡ νέ­α «ἔμ­ψυ­χος Θε­οῦ Κι­βω­τός, θρό­νος πυ­ρί­μορ­φος», νέ­ο θυ­σι­α­στή­ριο καὶ μυστικὴ λαβίδα πού, χω­ρὶς νὰ φλέ­γε­ται, βά­στα­ζε «τὸ πῦρ τῆς θε­ό­τη­τος, χρυ­σῆ λυ­χνί­α καὶ θεί­α στά­μνος μάν­να φέ­ρου­σα». Ἦταν «ἡ ρά­βδος ἡ μυ­στι­κή, ἄν­θος τὸ ἀ­μά­ραν­τον ἡ ἐ­ξαν­θή­σα­σα, ἡ ἔμ­ψυ­χος τρά­πε­ζα, ἄρ­τον ζω­ῆς χω­ρή­σα­σα, ὁ κα­θα­ρώ­τα­τος να­ός, ἡ πό­λις τοῦ παμ­βα­σι­λέ­ως».

Ἦ­ταν ἡ «πύ­λη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος», ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σε «εἰς τὰ ἐν Οὐρανοῖς ἀχειροποίητα Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων, ἡ κα­τὰ ἀ­να­το­λάς, ἡ κε­κλει­σμέ­νη», τὴν ὁ­ποί­α «ὁ Ὕψιστος μόνος δι­ώ­δευ­σε, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ», ἀ­φή­νον­τάς την πά­λι «κε­κλει­σμέ­νη».

Γιὰ πρώ­τη φο­ρά, ἐ­δῶ καὶ χί­λια χρό­νια, ἡ γυ­ναί­κα ἔ­νι­ω­σε νὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ χα­ρά. Ἡ ψυ­χή της βου­τή­χτη­κε στὸ φῶς, γλυ­κά­θη­κε. Ἡ δό­ξα τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­σκί­α­ζε κά­πο­τε ὡς νε­φέ­λη τὴν πρώ­τη Σκη­νή, μὰ τώ­ρα κα­τέ­βη­κε «ἐν νε­φέ­λῃ κού­φῃ» ὁ ἴ­διος «ὁ Κύ­ριος τῆς δό­ξης» στὴ Βη­θλε­έμ, «ἐν πόλει Δαυ­ΐδ».

Μά­γοι καὶ ποι­μέ­νες, ἄγ­γε­λοι, γῆ καὶ οὐ­ρα­νοί, γο­νά­τι­ζαν μπρο­στά του. Κι ἀ­νά­με­σά τους ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Φι­νε­ές, φερ­μέ­νη ἀ­π’ τὸ μα­κρι­νὸ πα­ρελ­θόν, ἔ­σκυ­ψε μαζί τους καὶ εὐ­λα­βι­κὰ προ­σκύ­νη­σε τὴ χι­λι­ο­φώ­τει­νη «ἐξ ὕ­ψους» ἀ­να­το­λή, «φῶς ἐ­θνῶν καὶ δό­ξαν» τοῦ λα­οῦ της Ἰσ­ρα­ήλ.
- Πᾶ­με τώ­ρα! τῆς εἶ­πε ὁ ἄγ­γε­λος. Θὰ πε­ρι­μέ­νεις ἀ­κό­μα λί­γο, ὥ­σπου ἡ δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ λάμ­ψει καὶ ἐ­κεῖ ὅ­που βρί­σκε­σαι, στὸ σκο­τει­νὸ βα­σί­λει­ο τοῦ Ἅδη.

- Θὰ πε­ρι­μέ­νω ὅ­σο κι ἂν χρεια­στεῖ μὲ μεγάλη μου εὐχαρίστηση! εἶ­πε ὁ­λό­χα­ρη ἡ γυ­ναί­κα. Νι­ώ­θω κον­τὰ πλέον τὴ στιγ­μή, ποὺ τὰ πάν­τα θὰ πλημ­μυ­ρί­σουν ἀπὸ τὸ ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς τοῦ Θε­οῦ. «Οὐ­ρα­νός τε καὶ γῆ καὶ τὰ κα­τα­χθό­νια».

Ἡ δό­ξα γύ­ρι­σε στὸν λαό μου!  Χριστούγεννα 2012

0 σχόλια:

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ

ΠΡΟΣΟΧΗ!!! ΠΕΡΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΛΥΧΝΟΣ TV-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ

ΛΥΧΝΟΣ TV-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΜΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ 2024-2025

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ 2024-2025
ΕΛΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ...

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΦΙΛΩΠΤΩΧΟ ΤΑΜΕΙΟ
Από το Blogger.

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ

ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ
Δώσε ζωή...

ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

740533

Translate