Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2025
Ο ΗΜΙΟΝΗΓΟΣ π. Δημητρίου Μπόκου
2:44 μ.μ.
|
Ὄουουου!… Σηηηη!... (στάση δηλαδή).
Ἡ ἀδύναμη φωνή του ὑψώθηκε ἐπιτακτική, μὰ ἦταν ὡστόσο ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάνει τὸ ἀνήσυχο τετράποδο νὰ σταθεῖ ἀκίνητο μπροστά του. Ὁ γκριζομάλλης ἄντρας ἔπιασε χαλαρὰ τὸ καπίστρι, χάιδεψε τὸ μαῦρο κούτελο τοῦ φορτωμένου ζώου ἁπαλά, στήριξε μὲ τὸ διχαλωτὸ ραβδί του ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὸ βαρὺ φορτίο, χαλάρωσε προσεκτικὰ καὶ κατέβασε τὸ φόρτωμα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ στὴν πρώτη πλευρά, ἔλυσε κατόπιν τὴ φαρδιὰ ἴγκλα (ἱμάντα) ποὺ ἔσφιγγε τὴν κοιλιὰ τοῦ μουλαριοῦ, σήκωσε τὸ σαμάρι ἀπὸ τὴν καταπονημένη του πλάτη καὶ ἄφησε τὸ ζωντανὸ νὰ ξεμουδιάσει στὸ πράσινο χορτάρι. Ἐπανέλαβε τὰ ἴδια ἀκριβῶς καὶ στὸ δεύτερο ὑποζύγιο, ποὺ περίμενε ὑπομονητικὰ τὴ σειρά του.
Κουβάλησε τὰ μεγάλα σακιὰ σιγά-σιγὰ στὴν ἀποθήκη, φώναξε ξανὰ τὰ ζωντανά, τὰ ἔσυρε πρὸς τὸν σταῦλο. Τὸν ἀκολούθησαν πρόθυμα. Κοντοστάθηκε νὰ τὰ ποτίσει στὸ μακρὺ ξύλινο κανάλι ἀπὸ κορμὸ ἔλατου ποὺ μάζευε καθαρὸ κρυστάλλινο νερὸ ἀπ’ τὴν πηγή, τὰ ἔδεσε στὰ παχνιά τους, ἔφερε ταγή. Μπόλικο ξερὸ χορτάρι καὶ λιγοστὸ καρπό-κριθάρι. Ξεθεωμένα ἀπὸ τὴν κούραση ἐκεῖνα ἔσκυψαν μὲ βουλιμία στὴν τροφή. Ἄλλα τέσσερα τετράποδα, ἡμίονοι καὶ ὄνοι, ἡσύχαζαν ἤδη στὴ γωνιά τους. Θὰ εἶχαν αὔριο τὴ σειρά τους γιὰ δύσκολο ταξίδι καὶ φόρτωμα. Ἡ ματιά του ἀγκάλιασε ζεστὴ τὰ ταπεινὰ ὑποζύγια, τὸ χέρι του πέρασε φευγαλέα μ’ ἕνα γρήγορο χάδι στὸ καθένα. Ἀγαποῦσε τὰ καταπονημένα ζωντανά. Καὶ κεῖνα τό ’νιωθαν.
Τὸ ξύλινο τάλαντο σήμανε γιὰ τὴ μακρὰ ἀγρυπνία τῶν Μεγάλων Βασιλικῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Βασιλείου, μὰ ὁ νέος δόκιμος δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα. Τὸ διακόνημά του ἦταν δύσκολο, κουραστικὸ καὶ πολύωρο. Ἔπιασε τὸ δικράνι καὶ τράβηξε στὴν ἄκρη πατημένα ἄχυρα καὶ κοπριές. Καθάρισε τὸν σταῦλο καλά, ἔριξε ροκανίδι, φρύγανα καὶ καθαρὸ ἄχυρο στὸ χωμάτινο δάπεδο, ἔφτιαξε ὅσο γινόταν στεγνὴ τὴ στρωμνή τους νὰ κοιμηθοῦν στὰ ζεστά. Τὸ κρύο ἦταν δυνατό, τὰ ζῶα ἤθελαν τὴ φροντίδα τους γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸ ἀντέξουν. Ἦταν πολύτιμα γιὰ νὰ τὰ ἀφήσουν στὴν τύχη τους.
Ἔκρουσε τὸ σιδηροῦν ὁ ἐκκλησιάρχης, μὰ αὐτὸς εἶχε ἀκόμη δουλειά. Ὅταν δυνάμωνε ὁ τσουχτερὸς ἀέρας, ἔφτανε ὣς τὸν ἀπόμερο σταῦλο ἡ κατανυκτικὴ ψαλμωδία τῶν μοναχῶν, ἀνακατεμένη κάπου-κάπου μὲ τὶς χαρούμενες τρίλιες τῶν θυμιατῶν. «Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου, εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη… Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιὰ παρέδραμε καὶ Θεὸς ἀνθρώποις ἐκ Παρθένου πεφανέρωται». Πόσο τοῦ ἄρεσαν οἱ θαυμάσιες χριστουγεννιάτικες ὑμνωδίες!
Ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος διάκονος τῆς μονῆς θυμίαζαν ποὺ καὶ ποὺ τὸν ναὸ κατὰ τὴν τάξη. Καί, πράγμα παράξενο, σὰν νὰ καθοδηγοῦσε κάποιος ἀοράτως τὸ χέρι τους, θυμίαζαν ἄδεια στασίδια μοναχῶν ποὺ ἀπουσίαζαν ἀκόμα στὰ διακονήματα, ἐνῶ προσπερνοῦσαν μοναχοὺς ποὺ βρίσκονταν ἤδη ἐκεῖ, μπροστά τους, παρόντες τῷ σώματι, ἀπόντες ὅμως τῷ πνεύματι. Θυμίασαν ἔτσι καὶ τὸ κενὸ στασίδι τοῦ γηραιοῦ δόκιμου, ποὺ πάλευε ἀκόμα νὰ φέρει βόλτα τὰ ζωντανά, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν ἐκεῖ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μοναχούς, συμπροσευχόταν μαζί τους ταπεινά.
Ἔπλυνε κάποτε τὰ χέρια του, ἄλλαξε τὸ ζωστικὸ τῆς δουλειᾶς, ἔριξε πάνω του ἕνα τριμμένο μὰ καθαρὸ κοντόρασο, ἔτρεξε νὰ προλάβει κι αὐτὸς τὴ νυχτερινὴ γιορτινὴ ἀκολουθία. Προχώρησε στὸ μισοφωτισμένο καθολικό, ἔβαλε στὸν ἡγούμενο μετάνοια, πῆρε θέση στὰ τελευταῖα στασίδια, μισοκρυμμένος πίσω ἀπ’ τὴν τελευταία κολόνα τοῦ ναοῦ.
Ὁ πολιὸς ἡγούμενος ἀπὸ τὸν μικρό του θρόνο ὅλο καὶ ἔριχνε τὴ ματιά του, διακριτικὰ βέβαια, ἀλλὰ συχνά, πάνω στὸν δόκιμο. Τὸν ἔβλεπε κάποιες στιγμὲς νὰ γέρνει τὸ κεφάλι του στὸ στῆθος νικημένος ἀπὸ τὴν κούραση. Μὰ ἦταν καὶ ἄλλες στιγμὲς ποὺ ἔλαμπε στὸ πρόσωπό του ὑπερκόσμιο φῶς. Ἔβλεπε τότε τὰ χείλη του νὰ κινοῦνται, σὰ νὰ μιλοῦσε σὲ ἀόρατους ἐπισκέπτες. Πότε ἔτρεχαν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, πότε τὰ χείλη του χαράζονταν ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ χαρούμενο χαμόγελο. Τὸ θέαμα παραξένεψε πολὺ τὸν ἡγούμενο καὶ ἔδωσε περισσότερη προσοχή. Ναί, δὲν γελιόταν. Κάτι παράξενο συνέβαινε μὲ τὸν γηραιὸ δόκιμο.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν τὸν ἤξερε καὶ τόσο καλά. Τρεῖς μῆνες εἶχε ποὺ ἦρθε στὸ μοναστήρι τους καὶ ζήτησε νὰ καταταγεῖ στοὺς δόκιμους. Καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸν παραξένεψε λίγο, γιατὶ ὁ ἄγνωστος ἐπισκέπτης εἶχε τὴν ἡλικία του. Ὁ νέος δόκιμος δὲν ἦταν καθόλου νεαρός. Τὰ γένια του, οἱ κρόταφοι, εἶχαν γκριζάρει γιὰ τὰ καλά. Ὁ γέρο-ἡγούμενος εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ τόσο μεγάλη ἡλικία. Μὰ τὰ παρακάλια καὶ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἄγνωστου τὸν ἔκαμψαν.
Τὸν ἔβαλε στὴν τάξη τῶν δοκίμων καὶ ἀρχαρίων, τοῦ διάβασε μάλιστα καὶ εὐχὴ ρασοφορίας. Ὁ νέος δόκιμος, κατὰ τὴν πάγια τακτικὴ τῆς μονῆς, θὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ βαρὺ διακόνημα τοῦ ἡμιονηγοῦ. Ἀπ’ τὴν εὐδόκιμη ὑπηρεσία του σ’ αὐτό, θὰ ἐξαρτιόταν ἡ περαιτέρω πορεία του στὴ μονή. Μὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ εἶχαν ὅλοι νὰ λένε γιὰ τὴν ὑπακοή, τὴν προθυμία, τὴν εὐσυνειδησία του, ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ καλοθελητὲς ἐκεῖνοι, ποὺ εὐκαίρως ἀκαίρως δημιουργοῦσαν δυσκολίες καὶ προβλήματα, τόσο στὸν δόκιμο, ὅσο καὶ σὲ ἄλλους πατέρες τῆς μονῆς.
Ὁ γέρο-ἡγούμενος ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος μὲ τὴν ὅλη του συμπεριφορά. Ὁ γέρο-δόκιμος εἶχε ἤδη κερδίσει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴ συμπάθειά του. Ὁ ἴδιος ἦταν λιγομίλητος, ἀπέφευγε συστηματικὰ κάθε κουβέντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, μὰ ἡ ὅλη βιοτή του ἀπέπνεε κάτι βαθὺ ἀπὸ τὴν ψυχή του. Βλέποντας καὶ τὸ ἀποψινὸ παράδοξο ὁ ἡγούμενος, κατάλαβε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ πνευματικὸ ἀνάστημα μεγάλο. Μὲ τὸ τέλος τῆς ἀγρυπνίας φώναξε κατ’ ἰδίαν κοντά του τὸν δόκιμο.
- Τί ἔβλεπες ὅλη νύχτα, ἀδελφέ;
Μὰ ὁ δόκιμος σιωποῦσε. Δὲν ἤθελε νὰ φανερώσει τίποτε ἀπὸ τὶς ὑπερφυεῖς του ὁράσεις. Ὁ ἡγούμενος πῆρε ὕφος αὐστηρό.
- Δὲν ξέρεις ὅτι ὁ πονηρὸς ἐμπαίζει μὲ ψεύτικα ὁράματα τὸν μοναχό; Θέλεις νὰ γίνεις παίγνιο στὰ χέρια του; Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κρατᾶς κρυφὲς ἀπὸ τὸν γέροντά σου τὶς πνευματικές σου ἐμπειρίες.
Ὁ γέρο-δόκιμος κόμπιασε. Ἤξερε πολὺ καλὰ πὼς ὁ γέροντάς του εἶχε δίκιο. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσει χωρὶς δεύτερη κουβέντα.
- Συχώρεσέ με, γέροντα, ἀλλὰ νά, τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας ἄνοιξαν τὰ οὐράνια ξαφνικά. Ὅ,τι ψέλνατε, τὸ ἔβλεπα κι ἐγὼ ζωντανὰ μπροστά μου, ὁ ἁμαρτωλός. Τὸ σπήλαιο, τὴ φάτνη, τὸν μικρὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ποιμένες, τοὺς μάγους, τὰ ἀρνάκια, τὰ ζῶα τοῦ σταύλου, τοὺς ἀγγέλους ποὺ γέμιζαν τοὺς αἰθέρες μὲ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Μὰ ἀκόμα παραμένει ἀνεξήγητο μέσα μου, πῶς εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ φανερώσει σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ τέτοια θαυμαστὰ πράγματα!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονίστηκε. Τί θησαυρὸς κρυβόταν κάτω ἀπ’ τὸ φτωχὸ ροῦχο τοῦ ἡμιονηγοῦ; Ποιὸς μεγάλος ἅγιος ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔσκυβε μπροστά του ταπεινά; Θυμήθηκε τὰ συναξάρια ποὺ διάβαζε γιὰ τοὺς παλιοὺς ἁγίους. Αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ ἄκρα ταπείνωση ἔκρυβαν προσεκτικὰ τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν καὶ κατηγοροῦσαν εὔκολα τὸν ἑαυτό τους γιὰ ἐλαττώματα ποὺ δὲν εἶχαν. Μὰ ἔκρυψε τὴ μεγάλη του ἔκπληξη. Δὲν ἔπρεπε νὰ ρίξει στὸν πειρασμὸ τῆς οἴησης, στὴν ὕπουλη ὑπερηφάνεια, τὸν γέρο-δόκιμο.
- Δῶσε δόξα στὸν Θεό, ἀδελφέ! εἶπε μονάχα. Μὴν ξεχνᾶς πόσο βαρὺ φορτίο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως νὰ σοῦ χαρίζει ταπείνωση.
- Μὲ τὶς εὐχές σου, ἅγιε γέροντα! Νά ’ναι εὐλογημένο!
Ξημέρωνε σχεδὸν ἡ παραμονὴ τῆς μεγάλης γιορτῆς, ὅταν ὁ δόκιμος ἀποσύρθηκε στὸ κελλί του γιὰ λίγη ἀνάπαυση. Τὸν περίμενε πολλὴ δουλειὰ ἀργότερα. Θὰ ἔκανε σήμερα τὸ τελευταῖο δρομολόγιο ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν μὲ τὰ ἀγαπημένα του ὑποζύγια. Ἡ μονὴ εἶχε πολλοὺς μοναχοὺς καὶ περισσότερους προσκυνητές. Οἱ ἀνάγκες γιὰ προμήθειες ἦταν πολὺ μεγάλες.
Ἔβαλε στὴ σειρὰ τέσσερα ὑποζύγια γιὰ σήμερα, δένοντας τὸ χαλινάρι τοῦ καθενὸς στὸ σαμάρι τοῦ μπροστινοῦ του. Πῆρε τὴν εὐλογία καὶ τὶς παραγγελίες ἀπὸ τὸν γέροντα. Μὰ τὴν τελευταία στιγμὴ ὁ γέρο-ἡγούμενος κοντοστάθηκε.
- Ἄντε, ἀδελφέ, τελευταία φορὰ ποὺ σὲ ταλαιπωροῦμε ἔτσι. Σκέφτομαι πὼς εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ σὲ βάλω σὲ ἄλλο διακόνημα πιὸ ἐλαφρό.
Σὰ νὰ ξαφνιάστηκε λίγο ὁ δόκιμος, δὲν μίλησε ἀμέσως. Βάζοντας κατόπιν μετάνοια εἶπε:
- Ἂν εἶναι εὐλογημένο, γέροντα, ἀφῆστε με ἐδῶ ποὺ εἶμαι. Ὅσο εἶμαι μὲ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα ζωντανά, ζῶ τὴ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἀνάπαυση στὴ ζωή μου. Ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνάλαφρη, ἀπελευθερωμένη πραγματικὰ ἀπὸ κάθε πρόβλημα καὶ στενοχώρια.
- Καλά, καλά! βιάστηκε νὰ κόψει τὴν κουβέντα ὁ ἡγούμενος. Ἔχουμε καιρὸ νὰ τὰ κουβεντιάσουμε αὐτά. Ἄντε τώρα στὸ καλό, γιατὶ θὰ σὲ πάρει σίγουρα ἡ νύχτα μέχρι νὰ γυρίσεις.
Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο σίγουρο. Ἡ χειμωνιάτικη μέρα ἦταν μικρὴ καὶ εἶχε μεγάλη γύρα νὰ κάνει μὲ ἀτέλειωτες ὧρες πεζοπορίας σὲ δύσβατους δρόμους καὶ ἐπικίνδυνα μέρη, ἀπόκρημνα. Δὲν τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ ἀπρόοπτα. Σὲ μιὰ κωμόπολη ποὺ μπῆκε γιὰ κάποια ψώνια, ὁ μαγαζάτορας τὸν κοίταζε ἐπίμονα. Δὲν ἔπαιρνε τὰ μάτια ἀπὸ πάνω του. Τελειώνοντας μὲ τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν, τοῦ λέει ἐμπιστευτικά:
- Πάτερ, θὰ μποροῦσες νὰ περάσεις λίγο ἀπὸ τὸ σπίτι μου; Ἐδῶ κοντὰ μένω. Ἔχω ἕνα δῶρο γιὰ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς σας.
Ὁ γέρο-δόκιμος συγκατένευσε ἀνύποπτος. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε τὸν σκοπό του. Ἐδῶ καὶ χρόνια βρισκόταν σὲ μεγάλη δοκιμασία. Ἡ κόρη του εἶχε «πνεῦμα ἀσθενείας». Εἶχε δαιμονιστεῖ. Τὴν ἔτρεξε σ’ ὅλους τοὺς γιατρούς, ἀλλὰ μάταια. Δὲν ὀφείλονται ὅλες οἱ ἀρρώστιες σὲ φυσικὰ αἴτια. Οὔτε πάλι ὅλες σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Ἀλλὰ αὐτὸ μόνο οἱ διακριτικοὶ ἅγιοι μποροῦσαν νὰ τὸ ξεχωρίσουν.
Μὲς στὴν ἀπελπισία του ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε κάποτε ἕνα θρησκευόμενο φίλο του νὰ τοῦ λέει:
- Θὰ γίνει καλὰ ἡ κόρη σου, μόνο ἂν κάποιος μοναχὸς κάνει εὐχὴ γι’ αὐτήν.
- Καὶ πῶς θὰ καταφέρω κάτι τέτοιο; Οἱ μοναχοὶ εἶναι τόσο ταπεινοί, ποὺ τὰ ἀποφεύγουν αὐτά.
- Ἔ, προσπάθησε μὲ κάποια πρόφαση νὰ φέρεις ἕνα μοναχὸ στὸ σπίτι σου. Καὶ ἐκεῖ πές του, ἀδιάφορα τάχα, «δὲν κάνεις καὶ μιὰ εὐχὴ γιὰ τὴν κόρη μου ποὺ εἶναι ἄρρωστη;»
Ὁ δυστυχισμένος πατέρας ἅρπαξε τὴ συμβουλὴ σὰν σωσίβιο καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία. Μὲ τὸ μικρό του κόλπο πέτυχε νὰ παρασύρει τὸν δόκιμο ὣς τὸ σπίτι του. Μὰ πρὶν ἀκόμα φτάσουν, καθὼς ἀνηφορίζανε, ὁ πονηρὸς κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ τὰ «μαζεύει». Ἐξαγριώθηκε. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ δρασκέλισε τὴν πόρτα ὁ δόκιμος, ἡ κόρη σηκώνεται ἀμέσως καὶ τοῦ δίνει ἕνα ἠχηρὸ χαστούκι στὸ μάγουλο. Ὁ δόκιμος δὲν ἀντιστάθηκε. Γυρίζει ἀμέσως κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο. Ὁ πονηρὸς τὸν ραπίζει καὶ ἀπὸ αὐτό. Μὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ κόρη σωριάστηκε κάτω ἀφρίζοντας. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἐξῆλθε ἀμέσως καταδιωκόμενο ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, βγάζοντας δυνατὴ κραυγή.
- Ἀλλοίμονό μου! Δὲν βρίσκω τόπο νὰ σταθῶ! Μὲ διώχνει ἡ ταπείνωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κόρη θεραπεύτηκε ἀμέσως. Σηκώθηκε καὶ φίλησε εὐλαβικὰ τὸ χέρι τοῦ δόκιμου.
- Συχώρεσέ με, πάτερ, ποὺ σὲ ξεγέλασα, εἶπε τρισχαρούμενος τώρα ὁ πατέρας. Ἡ ἀπελπισία μου μ’ ἔσπρωξε. Ἔλα νὰ σοῦ δώσω πίσω ὅλα τὰ χρήματα ποὺ πῆρα γιὰ τὰ ψώνια σου. Καὶ νὰ σοῦ δώσω γιὰ τὸ μοναστήρι ἕνα σωρὸ πράγματα ἀκόμα.
- Ὄχι, ἀδελφέ μου, εἶπε ἁπλὰ ὁ δόκιμος. Δὲν ἔχω εὐλογία νὰ παίρνω τίποτε δωρεάν. Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ἀδικοῦμε κανένα.
Μὰ ἡ μέρα ἐκείνη ἐπιφύλασσε ἐκπλήξεις καὶ στὸν γέρο-ἡγούμενο. Δὲν εἶχε περάσει μιὰ ὥρα ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ δόκιμου, ὅταν φάνηκαν στὴ μονὴ τρεῖς ἐπισκέπτες. Ὅπως ἀποδείχτηκε, ἦταν ἀνώτεροι κληρικοὶ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἡγούμενος ἔσπευσε νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ καὶ νὰ τοὺς φιλοξενήσει. Οἱ ἐπισκέπτες ἐξήγησαν τὸν λόγο τῆς ἀποστολῆς τους. Ἀπὸ πολὺν καιρὸ ὁ πατριάρχης τους, ἄνθρωπος ἅγιος καὶ ταπεινός, εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν θρόνο του γιὰ νὰ μονάσει ἄγνωστος καὶ ἀφανής, μακριὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὶς ἐγκόσμιες τιμές. Μὰ ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ποὺ δὲν σταμάτησαν νὰ τὸν ἀναζητοῦν παντοῦ. Καὶ τώρα περνοῦσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μοναστήρια, μήπως καὶ τὸν ἀνακαλύψουν κάπου γιὰ νὰ τὸν ξαναφέρουν στὸν θρόνο του.
Ὁ γέρο-ἡγούμενος ἐξεπλάγη μὲ ὅσα ἄκουσε. Μάζεψε ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς. Μὰ οἱ ἐπισκέπτες δὲν εἶδαν πουθενὰ ἀνάμεσά τους τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη.
- Μήπως λείπει κανένας; ρώτησαν μὲ ἀπογοήτευση.
- Ὄχι, ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ ἡγούμενος. Ἕνας δόκιμος μόνο ποὺ τὸν στείλαμε γιὰ τὰ ψώνια τῆς γιορτῆς.
Φανερὰ στενοχωρημένοι οἱ τρεῖς ἐπισκέπτες ἀναχώρησαν.
Περασμένο μεσημέρι πιά, ὁ γέροντας ἀποσύρθηκε λιγάκι νὰ ξεκουραστεῖ. Βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ πρόσφατο συμβὰν ἔπεσε σὲ ὕπνο ἐλαφρύ. Μὰ καὶ ἐκεῖ δὲν βρῆκε ἡσυχία. Ἕνα παράξενο ὄνειρο, ὅραμα μᾶλλον, ἦρθε νὰ τὸν ἀναστατώσει ξανά. Εἶδε πὼς βρισκόταν στὴν ἐκκλησία τους, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς θείας Γέννησης. Ἡ Παναγία κρατώντας στὴν ἄχραντη ἀγκαλιά της τὸ θεῖο Βρέφος, ζωντάνεψε, κατέβηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της καὶ τὸν πλησίασε. Ὁ γέροντας τὰ ἔχασε γιὰ τὰ καλά.
- Σηκωθεῖτε ὅλοι! πρόσταξε μὲ αὐστηρὴ λίγο τὴ φωνὴ ἡ Παναγία. Συγκεντρωθεῖτε γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖτε τὸν ἅγιο πατριάρχη ποὺ ἔρχεται.
Ὁ ἡγούμενος ξύπνησε, μὰ γιὰ πολλὴ ὥρα δὲν μποροῦσε νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴν πολλή του ἔκσταση. Ὅταν κατάφερε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του ξανά, διάταξε τὸν ἐκκλησιάρχη νὰ χτυπήσει ἐκτάκτως τὸ τάλαντο. Οἱ πατέρες μαζεύτηκαν, τοὺς φανέρωσε τὴν ὀπτασία του καὶ ὅλοι συγκλονισμένοι ξεχύθηκαν νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πατριάρχη. Μὲ λαμπάδες, ἑξαπτέρυγα, λάβαρα καὶ θυμιατά, παρατάχτηκαν ἐπιτέλους ὅλοι στὴν πύλη τῆς μονῆς. Μαζί τους καὶ ἡ πληθώρα τῶν προσκυνητῶν, ποὺ ὅπως πάντα εἶχαν συρρεύσει γιὰ τὴ νυχτερινὴ χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Καιρὸς ἦταν! Καὶ νά!
Ἕνα ἀμυδρὸ διάχυτο φῶς φάνηκε μακριὰ στὸν ὁρίζοντα, ἐνῶ τὸ σκοτάδι εἶχε ἤδη σκεπάσει τὰ πάντα γιὰ τὰ καλά. Προχωροῦσε σιγά-σιγὰ πρὸς τὸ μέρος τους. Ὅσο πλησίαζε, δυνάμωνε περισσότερο, σχηματίζοντας ἕνα μεγάλο φωτεινὸ κύκλο, ποὺ σκόρπιζε λαμπερὸ γλυκύτατο φῶς στὴ σκοτεινὴ νύχτα. Ἔβλεπαν ὅλοι ἐκστατικοί. Ὁ οὐράνιος φωτεινὸς κύκλος ἔφτασε κοντὰ στὴ μονή, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδαν, ἔμειναν ὅλοι πετρωμένοι καὶ ἄφωνοι. Δυὸ ψηλοὶ λευκοντυμένοι φωτεινοὶ ἄγγελοι, κρατώντας μεγάλες ἀναμμένες λαμπάδες, φώτιζαν μὲ ὑπερκόσμιο φῶς τὸν δρόμο ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριά. Στὴ μέση, ἀνάμεσά τους, βάδιζε ὁ ταπεινὸς ἡμιονηγὸς τῆς μονῆς, σέρνοντας πίσω του τὰ τέσσερα βαρυφορτωμένα ὑποζύγια.
Καὶ πίσω τους, ἄλλη ἔκπληξη. Ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, ὅλοι οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις ποὺ εἶχε περάσει ἡ θεϊκὴ αὐτὴ συνοδεία, βλέποντας τὸ πρωτόγνωρο ἐξωπραγματικὸ μεγαλεῖο, ἀκολούθησαν αὐθόρμητα, θαυμάζοντας, δοξάζοντας καὶ μεγαλύνοντας τὸν ὕψιστο Θεὸ καὶ τὸν ταπεινὸ μὰ θεοδόξαστο ἅγιο. Τότε φανερώθηκε σὲ ὅλους περίτρανα τὸ φοβερὸ μυστικό: Ὁ γέρο-δόκιμος ποὺ τόσον καιρὸ φρόντιζε ταπεινὰ τὰ μουλάρια καὶ τὰ ζῶα τῆς μονῆς, ἦταν ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης!
Μὰ τόση ταπείνωση! Ποιὸς νὰ τὸ φανταζόταν!
Φτάνοντας στὴν πύλη τῆς μονῆς ὁ ἡμιονηγὸς καὶ βλέποντάς τους ὅλους παραταγμένους, ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα χύνοντας ἄφθονα δάκρυα. Μὰ ὁ ἡγούμενος ἔτρεξε, γονάτισε μπροστά του, ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ ἔκραξε:
- Ὣς ἐδῶ, Παναγιώτατε, ὣς ἐδῶ! Φτάνει ἡ μεγάλη σου ταπείνωση! Συχώρεσέ μας ποὺ σὲ ὑποβάλαμε σὲ τόση ταλαιπωρία, μὰ ἔγινε ἐντελῶς ἐν ἀγνοίᾳ μας. Ποῦ νὰ βάλουμε στὸ φτωχό μας μυαλὸ τέτοιο πράγμα οἱ ἐλεεινοί!
Μέσα σὲ κύμα ἰσχυροῦ συγκλονισμοῦ, μὲ δάκρυα βαθειᾶς συγκίνησης, οἱ μοναχοὶ προσκυνοῦσαν καὶ ἀσπάζονταν τὸν ταπεινὸ πατριάρχη, ζητώντας συγχώρηση γιὰ ὅποιο πρόβλημα καὶ στενοχώρια, ἠθελημένα ἢ ἄθελα, τοῦ εἶχαν προξενήσει. Καὶ σὰν νὰ εἶχαν ὅλοι συνεννοηθεῖ, μιὰ φωνὴ ἀπὸ μύρια στόματα ὑψώθηκε αὐθόρμητα στὸν ἀέρα, ψάλλοντας θριαμβευτικὰ τὴ φήμη τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη.
Γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρονικὰ τῆς μονῆς, στὴ λαμπρὴ χριστουγεννιάτικη νυχτερινὴ Λειτουργία χοροστατοῦσε οἰκουμενικὸς πατριάρχης. Ὁ ἴδιος προσπάθησε βέβαια νὰ τὸ ἀποφύγει. Μὰ τὸν σήκωσαν μὲ τὴ βία στὰ χέρια τους καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν δεσποτικὸ θρόνο, κραυγάζοντας δυνατά:
- Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου, πάτερ!
Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἀσθενική του φωνὴ ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι» καὶ ὑψώθηκε σὲ σχῆμα εὐλογίας τὸ ἁγιασμένο λιπόσαρκο χέρι του, μιὰ ἐκκωφαντικὴ ἰαχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ στόματα συγκλόνισε τοὺς θόλους τοῦ ναοῦ:
- Εἰς πολλὰ ἔτη, Δέσποτα!
Ὅλα τὰ μάτια ἔτρεχαν, οἱ καρδιὲς σπαρταροῦσαν. Πήγαιναν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου πατριάρχη ἔβλεπαν τὸν τέλειο μιμητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ποὺ ἀπ’ τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο του κατέβηκε πιὸ χαμηλὰ κι ἀπὸ τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο.
Χαράχτηκαν βαθιὰ ὅλα αὐτὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ξεχνιοῦνται ποτὲ τέτοια Χριστούγεννα;
Χριστούγεννα 2025
Ἡ ἀδύναμη φωνή του ὑψώθηκε ἐπιτακτική, μὰ ἦταν ὡστόσο ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάνει τὸ ἀνήσυχο τετράποδο νὰ σταθεῖ ἀκίνητο μπροστά του. Ὁ γκριζομάλλης ἄντρας ἔπιασε χαλαρὰ τὸ καπίστρι, χάιδεψε τὸ μαῦρο κούτελο τοῦ φορτωμένου ζώου ἁπαλά, στήριξε μὲ τὸ διχαλωτὸ ραβδί του ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὸ βαρὺ φορτίο, χαλάρωσε προσεκτικὰ καὶ κατέβασε τὸ φόρτωμα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἔκανε τὸ ἴδιο καὶ στὴν πρώτη πλευρά, ἔλυσε κατόπιν τὴ φαρδιὰ ἴγκλα (ἱμάντα) ποὺ ἔσφιγγε τὴν κοιλιὰ τοῦ μουλαριοῦ, σήκωσε τὸ σαμάρι ἀπὸ τὴν καταπονημένη του πλάτη καὶ ἄφησε τὸ ζωντανὸ νὰ ξεμουδιάσει στὸ πράσινο χορτάρι. Ἐπανέλαβε τὰ ἴδια ἀκριβῶς καὶ στὸ δεύτερο ὑποζύγιο, ποὺ περίμενε ὑπομονητικὰ τὴ σειρά του.
Κουβάλησε τὰ μεγάλα σακιὰ σιγά-σιγὰ στὴν ἀποθήκη, φώναξε ξανὰ τὰ ζωντανά, τὰ ἔσυρε πρὸς τὸν σταῦλο. Τὸν ἀκολούθησαν πρόθυμα. Κοντοστάθηκε νὰ τὰ ποτίσει στὸ μακρὺ ξύλινο κανάλι ἀπὸ κορμὸ ἔλατου ποὺ μάζευε καθαρὸ κρυστάλλινο νερὸ ἀπ’ τὴν πηγή, τὰ ἔδεσε στὰ παχνιά τους, ἔφερε ταγή. Μπόλικο ξερὸ χορτάρι καὶ λιγοστὸ καρπό-κριθάρι. Ξεθεωμένα ἀπὸ τὴν κούραση ἐκεῖνα ἔσκυψαν μὲ βουλιμία στὴν τροφή. Ἄλλα τέσσερα τετράποδα, ἡμίονοι καὶ ὄνοι, ἡσύχαζαν ἤδη στὴ γωνιά τους. Θὰ εἶχαν αὔριο τὴ σειρά τους γιὰ δύσκολο ταξίδι καὶ φόρτωμα. Ἡ ματιά του ἀγκάλιασε ζεστὴ τὰ ταπεινὰ ὑποζύγια, τὸ χέρι του πέρασε φευγαλέα μ’ ἕνα γρήγορο χάδι στὸ καθένα. Ἀγαποῦσε τὰ καταπονημένα ζωντανά. Καὶ κεῖνα τό ’νιωθαν.
Τὸ ξύλινο τάλαντο σήμανε γιὰ τὴ μακρὰ ἀγρυπνία τῶν Μεγάλων Βασιλικῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Βασιλείου, μὰ ὁ νέος δόκιμος δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα. Τὸ διακόνημά του ἦταν δύσκολο, κουραστικὸ καὶ πολύωρο. Ἔπιασε τὸ δικράνι καὶ τράβηξε στὴν ἄκρη πατημένα ἄχυρα καὶ κοπριές. Καθάρισε τὸν σταῦλο καλά, ἔριξε ροκανίδι, φρύγανα καὶ καθαρὸ ἄχυρο στὸ χωμάτινο δάπεδο, ἔφτιαξε ὅσο γινόταν στεγνὴ τὴ στρωμνή τους νὰ κοιμηθοῦν στὰ ζεστά. Τὸ κρύο ἦταν δυνατό, τὰ ζῶα ἤθελαν τὴ φροντίδα τους γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τὸ ἀντέξουν. Ἦταν πολύτιμα γιὰ νὰ τὰ ἀφήσουν στὴν τύχη τους.
Ἔκρουσε τὸ σιδηροῦν ὁ ἐκκλησιάρχης, μὰ αὐτὸς εἶχε ἀκόμη δουλειά. Ὅταν δυνάμωνε ὁ τσουχτερὸς ἀέρας, ἔφτανε ὣς τὸν ἀπόμερο σταῦλο ἡ κατανυκτικὴ ψαλμωδία τῶν μοναχῶν, ἀνακατεμένη κάπου-κάπου μὲ τὶς χαρούμενες τρίλιες τῶν θυμιατῶν. «Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου, εὐτρεπιζέσθω ἡ φάτνη… Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιὰ παρέδραμε καὶ Θεὸς ἀνθρώποις ἐκ Παρθένου πεφανέρωται». Πόσο τοῦ ἄρεσαν οἱ θαυμάσιες χριστουγεννιάτικες ὑμνωδίες!
Ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος διάκονος τῆς μονῆς θυμίαζαν ποὺ καὶ ποὺ τὸν ναὸ κατὰ τὴν τάξη. Καί, πράγμα παράξενο, σὰν νὰ καθοδηγοῦσε κάποιος ἀοράτως τὸ χέρι τους, θυμίαζαν ἄδεια στασίδια μοναχῶν ποὺ ἀπουσίαζαν ἀκόμα στὰ διακονήματα, ἐνῶ προσπερνοῦσαν μοναχοὺς ποὺ βρίσκονταν ἤδη ἐκεῖ, μπροστά τους, παρόντες τῷ σώματι, ἀπόντες ὅμως τῷ πνεύματι. Θυμίασαν ἔτσι καὶ τὸ κενὸ στασίδι τοῦ γηραιοῦ δόκιμου, ποὺ πάλευε ἀκόμα νὰ φέρει βόλτα τὰ ζωντανά, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν ἐκεῖ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους μοναχούς, συμπροσευχόταν μαζί τους ταπεινά.
Ἔπλυνε κάποτε τὰ χέρια του, ἄλλαξε τὸ ζωστικὸ τῆς δουλειᾶς, ἔριξε πάνω του ἕνα τριμμένο μὰ καθαρὸ κοντόρασο, ἔτρεξε νὰ προλάβει κι αὐτὸς τὴ νυχτερινὴ γιορτινὴ ἀκολουθία. Προχώρησε στὸ μισοφωτισμένο καθολικό, ἔβαλε στὸν ἡγούμενο μετάνοια, πῆρε θέση στὰ τελευταῖα στασίδια, μισοκρυμμένος πίσω ἀπ’ τὴν τελευταία κολόνα τοῦ ναοῦ.
Ὁ πολιὸς ἡγούμενος ἀπὸ τὸν μικρό του θρόνο ὅλο καὶ ἔριχνε τὴ ματιά του, διακριτικὰ βέβαια, ἀλλὰ συχνά, πάνω στὸν δόκιμο. Τὸν ἔβλεπε κάποιες στιγμὲς νὰ γέρνει τὸ κεφάλι του στὸ στῆθος νικημένος ἀπὸ τὴν κούραση. Μὰ ἦταν καὶ ἄλλες στιγμὲς ποὺ ἔλαμπε στὸ πρόσωπό του ὑπερκόσμιο φῶς. Ἔβλεπε τότε τὰ χείλη του νὰ κινοῦνται, σὰ νὰ μιλοῦσε σὲ ἀόρατους ἐπισκέπτες. Πότε ἔτρεχαν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, πότε τὰ χείλη του χαράζονταν ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ χαρούμενο χαμόγελο. Τὸ θέαμα παραξένεψε πολὺ τὸν ἡγούμενο καὶ ἔδωσε περισσότερη προσοχή. Ναί, δὲν γελιόταν. Κάτι παράξενο συνέβαινε μὲ τὸν γηραιὸ δόκιμο.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς δὲν τὸν ἤξερε καὶ τόσο καλά. Τρεῖς μῆνες εἶχε ποὺ ἦρθε στὸ μοναστήρι τους καὶ ζήτησε νὰ καταταγεῖ στοὺς δόκιμους. Καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸν παραξένεψε λίγο, γιατὶ ὁ ἄγνωστος ἐπισκέπτης εἶχε τὴν ἡλικία του. Ὁ νέος δόκιμος δὲν ἦταν καθόλου νεαρός. Τὰ γένια του, οἱ κρόταφοι, εἶχαν γκριζάρει γιὰ τὰ καλά. Ὁ γέρο-ἡγούμενος εἶχε τὶς ἐπιφυλάξεις του νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ τόσο μεγάλη ἡλικία. Μὰ τὰ παρακάλια καὶ ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἄγνωστου τὸν ἔκαμψαν.
Τὸν ἔβαλε στὴν τάξη τῶν δοκίμων καὶ ἀρχαρίων, τοῦ διάβασε μάλιστα καὶ εὐχὴ ρασοφορίας. Ὁ νέος δόκιμος, κατὰ τὴν πάγια τακτικὴ τῆς μονῆς, θὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ βαρὺ διακόνημα τοῦ ἡμιονηγοῦ. Ἀπ’ τὴν εὐδόκιμη ὑπηρεσία του σ’ αὐτό, θὰ ἐξαρτιόταν ἡ περαιτέρω πορεία του στὴ μονή. Μὰ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ εἶχαν ὅλοι νὰ λένε γιὰ τὴν ὑπακοή, τὴν προθυμία, τὴν εὐσυνειδησία του, ἂν καὶ ποτὲ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ καλοθελητὲς ἐκεῖνοι, ποὺ εὐκαίρως ἀκαίρως δημιουργοῦσαν δυσκολίες καὶ προβλήματα, τόσο στὸν δόκιμο, ὅσο καὶ σὲ ἄλλους πατέρες τῆς μονῆς.
Ὁ γέρο-ἡγούμενος ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος μὲ τὴν ὅλη του συμπεριφορά. Ὁ γέρο-δόκιμος εἶχε ἤδη κερδίσει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴ συμπάθειά του. Ὁ ἴδιος ἦταν λιγομίλητος, ἀπέφευγε συστηματικὰ κάθε κουβέντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, μὰ ἡ ὅλη βιοτή του ἀπέπνεε κάτι βαθὺ ἀπὸ τὴν ψυχή του. Βλέποντας καὶ τὸ ἀποψινὸ παράδοξο ὁ ἡγούμενος, κατάλαβε ὅτι ἔχει νὰ κάνει μὲ πνευματικὸ ἀνάστημα μεγάλο. Μὲ τὸ τέλος τῆς ἀγρυπνίας φώναξε κατ’ ἰδίαν κοντά του τὸν δόκιμο.
- Τί ἔβλεπες ὅλη νύχτα, ἀδελφέ;
Μὰ ὁ δόκιμος σιωποῦσε. Δὲν ἤθελε νὰ φανερώσει τίποτε ἀπὸ τὶς ὑπερφυεῖς του ὁράσεις. Ὁ ἡγούμενος πῆρε ὕφος αὐστηρό.
- Δὲν ξέρεις ὅτι ὁ πονηρὸς ἐμπαίζει μὲ ψεύτικα ὁράματα τὸν μοναχό; Θέλεις νὰ γίνεις παίγνιο στὰ χέρια του; Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ κρατᾶς κρυφὲς ἀπὸ τὸν γέροντά σου τὶς πνευματικές σου ἐμπειρίες.
Ὁ γέρο-δόκιμος κόμπιασε. Ἤξερε πολὺ καλὰ πὼς ὁ γέροντάς του εἶχε δίκιο. Ἔπρεπε νὰ ὑπακούσει χωρὶς δεύτερη κουβέντα.
- Συχώρεσέ με, γέροντα, ἀλλὰ νά, τὴν ὥρα τῆς ἀγρυπνίας ἄνοιξαν τὰ οὐράνια ξαφνικά. Ὅ,τι ψέλνατε, τὸ ἔβλεπα κι ἐγὼ ζωντανὰ μπροστά μου, ὁ ἁμαρτωλός. Τὸ σπήλαιο, τὴ φάτνη, τὸν μικρὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ποιμένες, τοὺς μάγους, τὰ ἀρνάκια, τὰ ζῶα τοῦ σταύλου, τοὺς ἀγγέλους ποὺ γέμιζαν τοὺς αἰθέρες μὲ τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Μὰ ἀκόμα παραμένει ἀνεξήγητο μέσα μου, πῶς εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ φανερώσει σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ τέτοια θαυμαστὰ πράγματα!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονίστηκε. Τί θησαυρὸς κρυβόταν κάτω ἀπ’ τὸ φτωχὸ ροῦχο τοῦ ἡμιονηγοῦ; Ποιὸς μεγάλος ἅγιος ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔσκυβε μπροστά του ταπεινά; Θυμήθηκε τὰ συναξάρια ποὺ διάβαζε γιὰ τοὺς παλιοὺς ἁγίους. Αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ ἄκρα ταπείνωση ἔκρυβαν προσεκτικὰ τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν καὶ κατηγοροῦσαν εὔκολα τὸν ἑαυτό τους γιὰ ἐλαττώματα ποὺ δὲν εἶχαν. Μὰ ἔκρυψε τὴ μεγάλη του ἔκπληξη. Δὲν ἔπρεπε νὰ ρίξει στὸν πειρασμὸ τῆς οἴησης, στὴν ὕπουλη ὑπερηφάνεια, τὸν γέρο-δόκιμο.
- Δῶσε δόξα στὸν Θεό, ἀδελφέ! εἶπε μονάχα. Μὴν ξεχνᾶς πόσο βαρὺ φορτίο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως νὰ σοῦ χαρίζει ταπείνωση.
- Μὲ τὶς εὐχές σου, ἅγιε γέροντα! Νά ’ναι εὐλογημένο!
Ξημέρωνε σχεδὸν ἡ παραμονὴ τῆς μεγάλης γιορτῆς, ὅταν ὁ δόκιμος ἀποσύρθηκε στὸ κελλί του γιὰ λίγη ἀνάπαυση. Τὸν περίμενε πολλὴ δουλειὰ ἀργότερα. Θὰ ἔκανε σήμερα τὸ τελευταῖο δρομολόγιο ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν μὲ τὰ ἀγαπημένα του ὑποζύγια. Ἡ μονὴ εἶχε πολλοὺς μοναχοὺς καὶ περισσότερους προσκυνητές. Οἱ ἀνάγκες γιὰ προμήθειες ἦταν πολὺ μεγάλες.
Ἔβαλε στὴ σειρὰ τέσσερα ὑποζύγια γιὰ σήμερα, δένοντας τὸ χαλινάρι τοῦ καθενὸς στὸ σαμάρι τοῦ μπροστινοῦ του. Πῆρε τὴν εὐλογία καὶ τὶς παραγγελίες ἀπὸ τὸν γέροντα. Μὰ τὴν τελευταία στιγμὴ ὁ γέρο-ἡγούμενος κοντοστάθηκε.
- Ἄντε, ἀδελφέ, τελευταία φορὰ ποὺ σὲ ταλαιπωροῦμε ἔτσι. Σκέφτομαι πὼς εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ σὲ βάλω σὲ ἄλλο διακόνημα πιὸ ἐλαφρό.
Σὰ νὰ ξαφνιάστηκε λίγο ὁ δόκιμος, δὲν μίλησε ἀμέσως. Βάζοντας κατόπιν μετάνοια εἶπε:
- Ἂν εἶναι εὐλογημένο, γέροντα, ἀφῆστε με ἐδῶ ποὺ εἶμαι. Ὅσο εἶμαι μὲ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα ζωντανά, ζῶ τὴ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ ἀνάπαυση στὴ ζωή μου. Ἡ ψυχή μου εἶναι ἀνάλαφρη, ἀπελευθερωμένη πραγματικὰ ἀπὸ κάθε πρόβλημα καὶ στενοχώρια.
- Καλά, καλά! βιάστηκε νὰ κόψει τὴν κουβέντα ὁ ἡγούμενος. Ἔχουμε καιρὸ νὰ τὰ κουβεντιάσουμε αὐτά. Ἄντε τώρα στὸ καλό, γιατὶ θὰ σὲ πάρει σίγουρα ἡ νύχτα μέχρι νὰ γυρίσεις.
Αὐτὸ ἦταν τὸ μόνο σίγουρο. Ἡ χειμωνιάτικη μέρα ἦταν μικρὴ καὶ εἶχε μεγάλη γύρα νὰ κάνει μὲ ἀτέλειωτες ὧρες πεζοπορίας σὲ δύσβατους δρόμους καὶ ἐπικίνδυνα μέρη, ἀπόκρημνα. Δὲν τοῦ ἔλειψαν καὶ τὰ ἀπρόοπτα. Σὲ μιὰ κωμόπολη ποὺ μπῆκε γιὰ κάποια ψώνια, ὁ μαγαζάτορας τὸν κοίταζε ἐπίμονα. Δὲν ἔπαιρνε τὰ μάτια ἀπὸ πάνω του. Τελειώνοντας μὲ τὸ δοῦναι καὶ λαβεῖν, τοῦ λέει ἐμπιστευτικά:
- Πάτερ, θὰ μποροῦσες νὰ περάσεις λίγο ἀπὸ τὸ σπίτι μου; Ἐδῶ κοντὰ μένω. Ἔχω ἕνα δῶρο γιὰ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς σας.
Ὁ γέρο-δόκιμος συγκατένευσε ἀνύποπτος. Ἐκεῖνος ὅμως εἶχε τὸν σκοπό του. Ἐδῶ καὶ χρόνια βρισκόταν σὲ μεγάλη δοκιμασία. Ἡ κόρη του εἶχε «πνεῦμα ἀσθενείας». Εἶχε δαιμονιστεῖ. Τὴν ἔτρεξε σ’ ὅλους τοὺς γιατρούς, ἀλλὰ μάταια. Δὲν ὀφείλονται ὅλες οἱ ἀρρώστιες σὲ φυσικὰ αἴτια. Οὔτε πάλι ὅλες σὲ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Ἀλλὰ αὐτὸ μόνο οἱ διακριτικοὶ ἅγιοι μποροῦσαν νὰ τὸ ξεχωρίσουν.
Μὲς στὴν ἀπελπισία του ὁ ἄνθρωπος ἄκουσε κάποτε ἕνα θρησκευόμενο φίλο του νὰ τοῦ λέει:
- Θὰ γίνει καλὰ ἡ κόρη σου, μόνο ἂν κάποιος μοναχὸς κάνει εὐχὴ γι’ αὐτήν.
- Καὶ πῶς θὰ καταφέρω κάτι τέτοιο; Οἱ μοναχοὶ εἶναι τόσο ταπεινοί, ποὺ τὰ ἀποφεύγουν αὐτά.
- Ἔ, προσπάθησε μὲ κάποια πρόφαση νὰ φέρεις ἕνα μοναχὸ στὸ σπίτι σου. Καὶ ἐκεῖ πές του, ἀδιάφορα τάχα, «δὲν κάνεις καὶ μιὰ εὐχὴ γιὰ τὴν κόρη μου ποὺ εἶναι ἄρρωστη;»
Ὁ δυστυχισμένος πατέρας ἅρπαξε τὴ συμβουλὴ σὰν σωσίβιο καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία. Μὲ τὸ μικρό του κόλπο πέτυχε νὰ παρασύρει τὸν δόκιμο ὣς τὸ σπίτι του. Μὰ πρὶν ἀκόμα φτάσουν, καθὼς ἀνηφορίζανε, ὁ πονηρὸς κατάλαβε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ τὰ «μαζεύει». Ἐξαγριώθηκε. Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ δρασκέλισε τὴν πόρτα ὁ δόκιμος, ἡ κόρη σηκώνεται ἀμέσως καὶ τοῦ δίνει ἕνα ἠχηρὸ χαστούκι στὸ μάγουλο. Ὁ δόκιμος δὲν ἀντιστάθηκε. Γυρίζει ἀμέσως κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο. Ὁ πονηρὸς τὸν ραπίζει καὶ ἀπὸ αὐτό. Μὰ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ κόρη σωριάστηκε κάτω ἀφρίζοντας. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἐξῆλθε ἀμέσως καταδιωκόμενο ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, βγάζοντας δυνατὴ κραυγή.
- Ἀλλοίμονό μου! Δὲν βρίσκω τόπο νὰ σταθῶ! Μὲ διώχνει ἡ ταπείνωση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κόρη θεραπεύτηκε ἀμέσως. Σηκώθηκε καὶ φίλησε εὐλαβικὰ τὸ χέρι τοῦ δόκιμου.
- Συχώρεσέ με, πάτερ, ποὺ σὲ ξεγέλασα, εἶπε τρισχαρούμενος τώρα ὁ πατέρας. Ἡ ἀπελπισία μου μ’ ἔσπρωξε. Ἔλα νὰ σοῦ δώσω πίσω ὅλα τὰ χρήματα ποὺ πῆρα γιὰ τὰ ψώνια σου. Καὶ νὰ σοῦ δώσω γιὰ τὸ μοναστήρι ἕνα σωρὸ πράγματα ἀκόμα.
- Ὄχι, ἀδελφέ μου, εἶπε ἁπλὰ ὁ δόκιμος. Δὲν ἔχω εὐλογία νὰ παίρνω τίποτε δωρεάν. Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ἀδικοῦμε κανένα.
Μὰ ἡ μέρα ἐκείνη ἐπιφύλασσε ἐκπλήξεις καὶ στὸν γέρο-ἡγούμενο. Δὲν εἶχε περάσει μιὰ ὥρα ἀπὸ τὴν ἀναχώρηση τοῦ δόκιμου, ὅταν φάνηκαν στὴ μονὴ τρεῖς ἐπισκέπτες. Ὅπως ἀποδείχτηκε, ἦταν ἀνώτεροι κληρικοὶ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἡγούμενος ἔσπευσε νὰ τοὺς ὑποδεχτεῖ καὶ νὰ τοὺς φιλοξενήσει. Οἱ ἐπισκέπτες ἐξήγησαν τὸν λόγο τῆς ἀποστολῆς τους. Ἀπὸ πολὺν καιρὸ ὁ πατριάρχης τους, ἄνθρωπος ἅγιος καὶ ταπεινός, εἶχε ἐγκαταλείψει τὸν θρόνο του γιὰ νὰ μονάσει ἄγνωστος καὶ ἀφανής, μακριὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὶς ἐγκόσμιες τιμές. Μὰ ὁ κόσμος τὸν ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ποὺ δὲν σταμάτησαν νὰ τὸν ἀναζητοῦν παντοῦ. Καὶ τώρα περνοῦσαν ἀπὸ ὅλα τὰ μοναστήρια, μήπως καὶ τὸν ἀνακαλύψουν κάπου γιὰ νὰ τὸν ξαναφέρουν στὸν θρόνο του.
Ὁ γέρο-ἡγούμενος ἐξεπλάγη μὲ ὅσα ἄκουσε. Μάζεψε ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς. Μὰ οἱ ἐπισκέπτες δὲν εἶδαν πουθενὰ ἀνάμεσά τους τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη.
- Μήπως λείπει κανένας; ρώτησαν μὲ ἀπογοήτευση.
- Ὄχι, ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ ἡγούμενος. Ἕνας δόκιμος μόνο ποὺ τὸν στείλαμε γιὰ τὰ ψώνια τῆς γιορτῆς.
Φανερὰ στενοχωρημένοι οἱ τρεῖς ἐπισκέπτες ἀναχώρησαν.
Περασμένο μεσημέρι πιά, ὁ γέροντας ἀποσύρθηκε λιγάκι νὰ ξεκουραστεῖ. Βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ πρόσφατο συμβὰν ἔπεσε σὲ ὕπνο ἐλαφρύ. Μὰ καὶ ἐκεῖ δὲν βρῆκε ἡσυχία. Ἕνα παράξενο ὄνειρο, ὅραμα μᾶλλον, ἦρθε νὰ τὸν ἀναστατώσει ξανά. Εἶδε πὼς βρισκόταν στὴν ἐκκλησία τους, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς θείας Γέννησης. Ἡ Παναγία κρατώντας στὴν ἄχραντη ἀγκαλιά της τὸ θεῖο Βρέφος, ζωντάνεψε, κατέβηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα της καὶ τὸν πλησίασε. Ὁ γέροντας τὰ ἔχασε γιὰ τὰ καλά.
- Σηκωθεῖτε ὅλοι! πρόσταξε μὲ αὐστηρὴ λίγο τὴ φωνὴ ἡ Παναγία. Συγκεντρωθεῖτε γιὰ νὰ ὑποδεχτεῖτε τὸν ἅγιο πατριάρχη ποὺ ἔρχεται.
Ὁ ἡγούμενος ξύπνησε, μὰ γιὰ πολλὴ ὥρα δὲν μποροῦσε νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴν πολλή του ἔκσταση. Ὅταν κατάφερε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του ξανά, διάταξε τὸν ἐκκλησιάρχη νὰ χτυπήσει ἐκτάκτως τὸ τάλαντο. Οἱ πατέρες μαζεύτηκαν, τοὺς φανέρωσε τὴν ὀπτασία του καὶ ὅλοι συγκλονισμένοι ξεχύθηκαν νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ πατριάρχη. Μὲ λαμπάδες, ἑξαπτέρυγα, λάβαρα καὶ θυμιατά, παρατάχτηκαν ἐπιτέλους ὅλοι στὴν πύλη τῆς μονῆς. Μαζί τους καὶ ἡ πληθώρα τῶν προσκυνητῶν, ποὺ ὅπως πάντα εἶχαν συρρεύσει γιὰ τὴ νυχτερινὴ χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Καιρὸς ἦταν! Καὶ νά!
Ἕνα ἀμυδρὸ διάχυτο φῶς φάνηκε μακριὰ στὸν ὁρίζοντα, ἐνῶ τὸ σκοτάδι εἶχε ἤδη σκεπάσει τὰ πάντα γιὰ τὰ καλά. Προχωροῦσε σιγά-σιγὰ πρὸς τὸ μέρος τους. Ὅσο πλησίαζε, δυνάμωνε περισσότερο, σχηματίζοντας ἕνα μεγάλο φωτεινὸ κύκλο, ποὺ σκόρπιζε λαμπερὸ γλυκύτατο φῶς στὴ σκοτεινὴ νύχτα. Ἔβλεπαν ὅλοι ἐκστατικοί. Ὁ οὐράνιος φωτεινὸς κύκλος ἔφτασε κοντὰ στὴ μονή, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδαν, ἔμειναν ὅλοι πετρωμένοι καὶ ἄφωνοι. Δυὸ ψηλοὶ λευκοντυμένοι φωτεινοὶ ἄγγελοι, κρατώντας μεγάλες ἀναμμένες λαμπάδες, φώτιζαν μὲ ὑπερκόσμιο φῶς τὸν δρόμο ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη μεριά. Στὴ μέση, ἀνάμεσά τους, βάδιζε ὁ ταπεινὸς ἡμιονηγὸς τῆς μονῆς, σέρνοντας πίσω του τὰ τέσσερα βαρυφορτωμένα ὑποζύγια.
Καὶ πίσω τους, ἄλλη ἔκπληξη. Ἕνα τεράστιο πλῆθος ἀνθρώπων, ὅλοι οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ τὶς κωμοπόλεις ποὺ εἶχε περάσει ἡ θεϊκὴ αὐτὴ συνοδεία, βλέποντας τὸ πρωτόγνωρο ἐξωπραγματικὸ μεγαλεῖο, ἀκολούθησαν αὐθόρμητα, θαυμάζοντας, δοξάζοντας καὶ μεγαλύνοντας τὸν ὕψιστο Θεὸ καὶ τὸν ταπεινὸ μὰ θεοδόξαστο ἅγιο. Τότε φανερώθηκε σὲ ὅλους περίτρανα τὸ φοβερὸ μυστικό: Ὁ γέρο-δόκιμος ποὺ τόσον καιρὸ φρόντιζε ταπεινὰ τὰ μουλάρια καὶ τὰ ζῶα τῆς μονῆς, ἦταν ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης!
Μὰ τόση ταπείνωση! Ποιὸς νὰ τὸ φανταζόταν!
Φτάνοντας στὴν πύλη τῆς μονῆς ὁ ἡμιονηγὸς καὶ βλέποντάς τους ὅλους παραταγμένους, ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα χύνοντας ἄφθονα δάκρυα. Μὰ ὁ ἡγούμενος ἔτρεξε, γονάτισε μπροστά του, ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ ἔκραξε:
- Ὣς ἐδῶ, Παναγιώτατε, ὣς ἐδῶ! Φτάνει ἡ μεγάλη σου ταπείνωση! Συχώρεσέ μας ποὺ σὲ ὑποβάλαμε σὲ τόση ταλαιπωρία, μὰ ἔγινε ἐντελῶς ἐν ἀγνοίᾳ μας. Ποῦ νὰ βάλουμε στὸ φτωχό μας μυαλὸ τέτοιο πράγμα οἱ ἐλεεινοί!
Μέσα σὲ κύμα ἰσχυροῦ συγκλονισμοῦ, μὲ δάκρυα βαθειᾶς συγκίνησης, οἱ μοναχοὶ προσκυνοῦσαν καὶ ἀσπάζονταν τὸν ταπεινὸ πατριάρχη, ζητώντας συγχώρηση γιὰ ὅποιο πρόβλημα καὶ στενοχώρια, ἠθελημένα ἢ ἄθελα, τοῦ εἶχαν προξενήσει. Καὶ σὰν νὰ εἶχαν ὅλοι συνεννοηθεῖ, μιὰ φωνὴ ἀπὸ μύρια στόματα ὑψώθηκε αὐθόρμητα στὸν ἀέρα, ψάλλοντας θριαμβευτικὰ τὴ φήμη τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη.
Γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρονικὰ τῆς μονῆς, στὴ λαμπρὴ χριστουγεννιάτικη νυχτερινὴ Λειτουργία χοροστατοῦσε οἰκουμενικὸς πατριάρχης. Ὁ ἴδιος προσπάθησε βέβαια νὰ τὸ ἀποφύγει. Μὰ τὸν σήκωσαν μὲ τὴ βία στὰ χέρια τους καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν δεσποτικὸ θρόνο, κραυγάζοντας δυνατά:
- Ἀπόλαβε τὸν θρόνον σου, πάτερ!
Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἀσθενική του φωνὴ ἀκούστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Εἰρήνη πᾶσι» καὶ ὑψώθηκε σὲ σχῆμα εὐλογίας τὸ ἁγιασμένο λιπόσαρκο χέρι του, μιὰ ἐκκωφαντικὴ ἰαχὴ ἀπὸ ὅλα τὰ στόματα συγκλόνισε τοὺς θόλους τοῦ ναοῦ:
- Εἰς πολλὰ ἔτη, Δέσποτα!
Ὅλα τὰ μάτια ἔτρεχαν, οἱ καρδιὲς σπαρταροῦσαν. Πήγαιναν νὰ σπάσουν ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου πατριάρχη ἔβλεπαν τὸν τέλειο μιμητὴ τοῦ Χριστοῦ. Ποὺ ἀπ’ τὸ ἄφθαστο μεγαλεῖο του κατέβηκε πιὸ χαμηλὰ κι ἀπὸ τὸν τελευταῖο ἄνθρωπο.
Χαράχτηκαν βαθιὰ ὅλα αὐτὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Ξεχνιοῦνται ποτὲ τέτοια Χριστούγεννα;
Χριστούγεννα 2025
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
Blog Archive
-
▼
2025
(374)
-
▼
Δεκεμβρίου
(32)
- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026-ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
- Ο ΗΜΙΟΝΗΓΟΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- Ο Εσπερινός της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου & η ε...
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 29/1/2025 έως 3/1/2026
- Ο ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- Ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων στὴν πόλη τῶν Πα...
- Τὰ Ἅγια Χριστούγεννα στὴν Πάτρα
- Τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων στὸ Ἐπισκοπεῖο Πατρῶν
- Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝ ΣΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025-ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ!!!
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟ...
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025-ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025
- ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΤΕΧΝΟΥ Ξ...
- ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ
- Τηλεμαραθώνιος ΑΓΑΠΗΣ της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών
- Το μεγάλο μήνυμα της εορτής των Χριστουγέννων
- Πώς να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα; Ο άγιος Γρηγορ...
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΓΕΝΝΗΣΕ ΘΕΟΝ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025 - ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
- ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΙΕΡΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 15/12 έως 21/12/2025
- ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ π. Δημητρίου Μπόκου
- Τί δώρο θα του χαρίσεις;
- Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα... ΠΡΟΚΛΗΣΗ!!!
- “οι πειρασμοί μέσα στις γιορτές…” (Αγίου Παϊσίου)
- Λαμπρὸς ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν Πάτρα.
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 8/12 έως 14/12/2025
- Ο ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
▼
Δεκεμβρίου
(32)
-
►
2024
(368)
- ► Δεκεμβρίου (31)
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2023
(364)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (27)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2022
(349)
- ► Δεκεμβρίου (31)
- ► Σεπτεμβρίου (32)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (31)
-
►
2021
(350)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
►
2020
(359)
- ► Δεκεμβρίου (32)
- ► Σεπτεμβρίου (31)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (31)
-
►
2019
(404)
- ► Δεκεμβρίου (32)
- ► Σεπτεμβρίου (34)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
►
2018
(425)
- ► Δεκεμβρίου (36)
- ► Σεπτεμβρίου (36)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (38)
-
►
2017
(427)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (35)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (46)
-
►
2016
(418)
- ► Δεκεμβρίου (39)
- ► Σεπτεμβρίου (39)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (41)
-
►
2015
(419)
- ► Δεκεμβρίου (35)
- ► Σεπτεμβρίου (42)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2014
(377)
- ► Δεκεμβρίου (35)
- ► Σεπτεμβρίου (31)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (35)
-
►
2013
(367)
- ► Δεκεμβρίου (34)
- ► Σεπτεμβρίου (28)
- ► Φεβρουαρίου (32)
- ► Ιανουαρίου (23)
-
►
2012
(37)
- ► Δεκεμβρίου (17)
- ► Σεπτεμβρίου (7)
Από το Blogger.
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
1/1 ΠΕΜΠΤΗ Περιτομή του Κυρίου - Μεγάλου Βασιλείου: Θεία Λειτουργία-Δοξολογία 07:00-10:15 3/1 ΣΑΒΒΑΤΟ, Προεόρτια Φώτων: Θεία Λειτουργία ...
-
Μὲ λαμπρότητα ἐορτάθη, ἡ Ἀειπάρθενος Θεοτόκος, ἡ τοῦ Θεοῦ Μήτηρ, τὴν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Πατρῶν. Ἐπίκεντρο...
-
Πλήθη πιστῶν κατέκλυσαν τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς τῆς Ἀποστολικῆς πόλεως τῶν Πατρῶν, κατὰ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρὰ Ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶ...
-
Ἄν θέλης νά φτιάξης τήν ψυχή σου κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά προετοιμάσης τό ἀπαραίτητο ὑλικό, ὥτσε ὁ οὐράνιος Ἀρχιτέκτονας νά...
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
▼
2025
(374)
-
▼
Δεκεμβρίου
(32)
- ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2026-ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
- Ο ΗΜΙΟΝΗΓΟΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- Ο Εσπερινός της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου & η ε...
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 29/1/2025 έως 3/1/2026
- Ο ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- Ἡ δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων στὴν πόλη τῶν Πα...
- Τὰ Ἅγια Χριστούγεννα στὴν Πάτρα
- Τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων στὸ Ἐπισκοπεῖο Πατρῶν
- Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝ ΣΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025-ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ!!!
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟ...
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025-ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΤΡΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025
- ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΤΕΧΝΟΥ Ξ...
- ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΓΑΠΗΣ ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ
- Τηλεμαραθώνιος ΑΓΑΠΗΣ της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών
- Το μεγάλο μήνυμα της εορτής των Χριστουγέννων
- Πώς να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα; Ο άγιος Γρηγορ...
- ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΓΕΝΝΗΣΕ ΘΕΟΝ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2025 - ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
- ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΙΕΡΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 15/12 έως 21/12/2025
- ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ π. Δημητρίου Μπόκου
- Τί δώρο θα του χαρίσεις;
- Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα... ΠΡΟΚΛΗΣΗ!!!
- “οι πειρασμοί μέσα στις γιορτές…” (Αγίου Παϊσίου)
- Λαμπρὸς ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὴν Πάτρα.
- ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 8/12 έως 14/12/2025
- Ο ΕΡΓΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ π. Δημητρίου Μπόκου
- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2025
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
▼
Δεκεμβρίου
(32)
-
►
2024
(368)
- ► Δεκεμβρίου (31)
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2023
(364)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (27)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2022
(349)
- ► Δεκεμβρίου (31)
- ► Σεπτεμβρίου (32)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (31)
-
►
2021
(350)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (30)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
►
2020
(359)
- ► Δεκεμβρίου (32)
- ► Σεπτεμβρίου (31)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (31)
-
►
2019
(404)
- ► Δεκεμβρίου (32)
- ► Σεπτεμβρίου (34)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (33)
-
►
2018
(425)
- ► Δεκεμβρίου (36)
- ► Σεπτεμβρίου (36)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (38)
-
►
2017
(427)
- ► Δεκεμβρίου (33)
- ► Σεπτεμβρίου (35)
- ► Φεβρουαρίου (29)
- ► Ιανουαρίου (46)
-
►
2016
(418)
- ► Δεκεμβρίου (39)
- ► Σεπτεμβρίου (39)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (41)
-
►
2015
(419)
- ► Δεκεμβρίου (35)
- ► Σεπτεμβρίου (42)
- ► Φεβρουαρίου (30)
- ► Ιανουαρίου (32)
-
►
2014
(377)
- ► Δεκεμβρίου (35)
- ► Σεπτεμβρίου (31)
- ► Φεβρουαρίου (28)
- ► Ιανουαρίου (35)
-
►
2013
(367)
- ► Δεκεμβρίου (34)
- ► Σεπτεμβρίου (28)
- ► Φεβρουαρίου (32)
- ► Ιανουαρίου (23)
-
►
2012
(37)
- ► Δεκεμβρίου (17)
- ► Σεπτεμβρίου (7)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου